Η ερευνήτρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βίκυ Χαρίση, μιλά στην «Κ» για τις μελέτες που γίνονται σχετικά με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (AI) από παιδιά, τις επιπτώσεις, τις προκλήσεις και το σχέδιο δράσης της διεθνούς κοινότητας.
Αν κάποιος προσπαθήσει να επαναφέρει στη μνήμη του εικόνες από τις ξέγνοιαστες παιδικές στιγμές του, σίγουρα το μυαλό του θα «τρέξει» στην εποχή που έπαιζε ανέμελος με τους φίλους του κυνηγητό και κρυφτό. Γενιές και γενιές μεγάλωσαν και μεγαλώνουν ακόμη παίζοντας κρυφτό και κυνηγητό στο σχολείο, στο σπίτι και στην εξοχή. Ωστόσο, αρκετά παιδιά δημοτικού πλέον καλούνται να παίξουν ένα διαφορετικό «κρυφτό» στο σχολείο. Κι αυτό γιατί στο συγκεκριμένο παιχνίδι δεν ψάχνουν να βρουν τον φίλο ή τη φίλη τους, αλλά μία εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης.
Συγκεκριμένα, ένας δάσκαλος της πέμπτης δημοτικού σε σχολείο στο Λέξινγκτον στο Κεντάκι ζήτησε από τους μαθητές του να… παίξουν «κρυφτό» με το ChatGPT. Είκοσι τρεις μαθητές έγραψαν ο καθένας ένα κείμενο για τον πρωταθλητή πυγμαχίας, Μοχάμεντ Άλι, και στη συνέχεια μοίρασαν τα γραπτά μεταξύ τους, προκειμένου να εντοπίσουν το μοναδικό κείμενο που είχε γραφτεί με βάση τις απαντήσεις του ChatGPT. Σύμφωνα με τον δάσκαλό τους, Ντόνι Πίρσι, στόχος ήταν τα παιδιά να «ξεγελάσουν» το chatbot κι όχι το αντίθετο, καθώς κάποια στιγμή η τεχνητή νοημοσύνη θα γίνει μέρος της καθημερινότητάς τους.
Τα ρομπότ στις τάξεις του δημοτικού
Η ερευνήτρια στο Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βίκυ Χαρίση, μιλώντας στην «Κ» για τις έρευνες που διεξήγαγε εκείνη και η ομάδα της στο Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Joint Research Centre), αναλύει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τα κοινωνικά ρομπότ στη γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
«Πρόσφατα κάναμε μία πειραματική έρευνα στην Ισπανία με 86 μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εκεί δημιουργήσαμε υβριδικές ομάδες από δύο παιδιά (5-7 χρονών) και ένα ρομπότ, τα οποία κλήθηκαν να λύσουν ένα πρόβλημα συνεργατικά. Χρησιμοποιήσαμε μία δραστηριότητα γνωστικής επίλυσης προβλήματος (the Tower of Hanoi task), την οποία το ρομπότ προσελάμβανε με δύο κάμερες και ζητήσαμε από τα παιδιά να λύσουν το πρόβλημα μαζί με το ρομπότ ακολουθώντας συγκεκριμένα βήματα. Η επικοινωνία με το ρομπότ ήταν βασισμένη στον διάλογο αλλά και σε μη λεκτικά στοιχεία. Δημιουργήσαμε δύο σενάρια: στο ένα το ρομπότ πρότεινε πάντα τη σωστή απάντηση ενώ στο δεύτερο έκανε σκοπίμως λάθη. Σε αυτή τη διαδικασία παρατηρήσαμε πως όταν το ρομπότ έκανε λάθη, προκαλούσε πιο εκτεταμένες συζητήσεις μεταξύ των παιδιών επηρεάζοντας την συνεργασία μεταξύ των μαθητών. Επίσης, σε συνεντεύξεις με τα παιδιά παρατηρήσαμε ότι οι μαθητές -μετά τη διάδρασή τους με τα ρομπότ- συχνά ανέπτυσσαν εμπιστοσύνη στο ρομπότ, ακόμη και στην περίπτωση του ρομπότ έκανε λάθη», επισημαίνει η ερευνήτρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσθέτοντας ότι η διεθνής επιστημονική κοινότητα προσπαθεί ακόμη να καταλάβει το πώς και το γιατί τα παιδιά αναπτύσσουν εμπιστοσύνη στα κοινωνικά ρομπότ.
Τα παιδιά χρησιμοποιούν ήδη εφαρμογές AI αλλά συχνά δεν το γνωρίζουν
Κι ενώ η εκπαιδευτική κοινότητα έχει εκφράσει την ανησυχία της για το ChatGPT, η πρόσβαση των μαθητών δημοτικού σε εφαρμογές και συσκευές που χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη είναι συχνή, αλλά γίνεται χωρίς εκείνοι συνήθως να το γνωρίζουν, όπως τονίζει στην «Κ» η Βίκυ Χαρίση.
«Η χρήση των συστημάτων συστάσεων (recommender systems) που βασίζονται σε τεχνικές τεχνητής νοημοσύνης είναι ήδη ευρέως διαδεδομένη. Επίσης, στα πλαίσια της εκπαίδευσης, πολλά παιδιά κάνουν χρήση διαδικτυακών ευφυών συστημάτων (intelligent tutoring systems) για εξατομικευμένη διδασκαλία κατά την οποία μπορούν να καθορίσουν το ρυθμό και τον τρόπο εκμάθησης διαφόρων γνωστικών αντικειμένων με εξαιρετικά αποτελέσματα», τονίζει η ίδια επισημαίνοντας πως πλέον η παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα παρατηρεί μία ραγδαία εξέλιξη που πηγάζει από τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές χρησιμοποιούν εφαρμογές μεγάλων γλωσσικών μοντέλων με στόχο την προετοιμασία των εργασιών τους σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα.
Η ερευνήτρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεωρεί πως τέτοιου είδους εργαλεία όπως το ChatGPT διευκολύνoυν τους μαθητές στην γρήγορη και εύκολη πρόσβαση σε υλικό με τη χρήση φυσικής γλώσσας (natural language), στην εξατομικευμένη μάθηση και στη βελτίωση της διάδρασής τους με το μαθησιακό υλικό.
«Ιδιαίτερα για παιδιά με ειδικές μαθησιακές ικανότητες, η ενσωμάτωση τέτοιου είδους εργαλείων σε συσκευές που μετατρέπουν τον γραπτό λόγο σε προφορικό μπορεί να είναι καταλυτική για την εκπαίδευσή τους», αναφέρει δίνοντας και μία άλλη οπτική γωνία για τη σχολική χρήση των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης στο μέλλον.
Επιτακτική η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης
Το γεγονός όμως πως υπάρχουν και θετικά στοιχεία στη χρήση των chatbot στα σχολεία δεν σημαίνει πως αυτά δεν φέρουν και αρκετές προκλήσεις, τις οποίες οι μαθητές δεν είναι ακόμη έτοιμοι να αντιμετωπίσουν. Ή ότι τα μικρά παιδιά είναι απολύτως έτοιμα για να «παίξουν μαζί τους».
«Είναι επιτακτική η ανάγκη για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των παιδιών, έτσι ώστε να μην δέχονται άκριτα και χωρίς έλεγχο, πληροφορίες και κείμενα που παράγονται με αυτόν τον τρόπο. Επίσης χρειάζονται κατάλληλες και γρήγορες καινοτόμες δράσεις ώστε η πολιτεία, το σχολείο και οι μαθητές να μπορούν να κάνουν αποτελεσματική αλλά και ασφαλή χρήση τους και να έχουν τα μέγιστα οφέλη», αναφέρει η κ. Χαρίση επισημαίνοντας πως υπάρχουν ήδη έρευνες που δείχνουν το μέγεθος των επιπτώσεων των νέων τεχνολογιών στη συμπεριφορά και την ανάπτυξη των παιδιών.
Προσαρμογή των στόχων της εκπαίδευσης λόγω τεχνητής νοημοσύνης
Με βάση τα αποτελέσματα ερευνών για τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στα παιδιά, η UNICEF έχει ήδη προτείνει μία λίστα με οδηγίες για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού στα πλαίσια της τεχνητής νοημοσύνης, όπως το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και στην προστασία των δεδομένων τους καθώς και η ανάγκη για διαφάνεια στα συστήματα λήψης αποφάσεων κατά τη διάδραση με παιδιά. Ως μέλος διεθνών ομάδων που προωθούν τα Δικαιώματα του Παιδιού όπως έχουν οριστεί από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, η Β. Χαρίση επισημαίνει ότι για τον σχεδιασμό και ανάπτυξη ασφαλών εφαρμογών για παιδιά, η συνεργασία φορέων της πολιτείας, με εξειδικευμένους ερευνητές και εταιρείες ανάπτυξης εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης είναι επιτακτική.
Μπορούμε όμως να αφήσουμε ελεύθερα τα παιδιά να αλληλεπιδρούν με τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και τα ρομπότ ή πρέπει να δημιουργηθεί ένα ειδικό πλαίσιο από τους ειδικούς για την ορθή χρήση τους και την εξοικείωση μαζί τους;
H κ. Χαρίση θεωρεί πως η χρήση τεχνολογιών που στηρίζονται στη τεχνητή νοημοσύνη γρήγορα θα βρει τη θέση της μέσα στα σχολεία. Ωστόσο η ενσωμάτωσή της πρέπει να γίνει μεθοδευμένα.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στόχος είναι να χρησιμοποιούμε αυτές τις τεχνολογίες για την βελτίωση της μαθησιακής διαδικασίας αλλά και να προστατεύουμε τους μαθητές από τις αρνητικές επιπτώσεις», αναφέρει η ερευνήτρια θεωρώντας πως γι΄αυτό θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές στους στόχους της εκπαίδευσης.
«Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση σε δραστηριότητες που αναπτύσσουν όχι μόνο τις τεχνικές γνώσεις των παιδιών σχετικά με αυτές τις τεχνολογίες αλλά κυρίως τις γνωστικές τους δεξιότητες που επιτρέπουν τη σωστή χρήση τους ως ένα νέο εκπαιδευτικό εργαλείο», προτείνει η ίδια, καταλήγοντας στο ότι κατά την άποψή της η διεθνής κοινότητα είναι ήδη ευαισθητοποιημένη σχετικά με την υποστήριξη της ανάπτυξης των παιδιών στα πλαίσια της τεχνητής νοημοσύνης.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr