Αύξηση του Κατώτατου Μισθού και Επιδομάτων
Η νέα απόφαση της κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6% αφορά περίπου 570.000 εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων όσων λαμβάνουν επιδόματα που σχετίζονται με τον κατώτατο μισθό, όπως ανακοίνωσε ο Νίκος Μηλαπίδης, Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας. Από 1η Απριλίου, ο κατώτατος μισθός ανέρχεται πλέον στα 880 ευρώ, σύμφωνα με τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στο υπουργικό συμβούλιο την Τετάρτη, μετά από πρόταση της υπουργού κυρίας Κεραμέως.
Ο κ. Μηλαπίδης τόνισε πως η κυβέρνηση καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να αυξήσει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, καθώς και το διαθέσιμο εισόδημά τους, σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού. Η απόφαση για αύξηση 6% είναι μεγαλύτερη από τις αρχικές προτάσεις του ΚΕΠΕ, οι οποίες κυμαίνονταν από 3% έως 5%. «Είναι ένα ακόμη βήμα προς τον στόχο μας να φτάσουμε τα 950 ευρώ μέχρι το 2027», πρόσθεσε.
Σε σχέση με τη φορολογία, ο Γενικός Γραμματέας σημείωσε ότι δεν αναμένονται αλλαγές σε σύγκριση με πέρυσι, επισημαίνοντας ότι οι φορολογούμενοι θα αντιμετωπίζουν τον ίδιο φορολογικό συντελεστή, ενώ το καθαρό τους εισόδημα θα αυξηθεί. «Κατά την άποψή μου, είναι σημαντικό το εισόδημα να αυξάνεται, ακόμα και με υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο κατώτατος μισθός πρέπει να συνδέεται με την παραγωγικότητα και να λαμβάνει υπόψη τις αντοχές των επιχειρήσεων, τόνισε ο κ. Μηλαπίδης. Η ελληνική οικονομία στηρίζεται κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες οφείλουν να λειτουργούν εντός των ορίων των αντοχών τους. Δεν πρέπει να δοθούν αυξήσεις που θα έχουν αρνητικά αποτελέσματα.” Όπως επεσήμανε, ο κατώτατος μισθός αφορά περίπου το ένα τέταρτο των εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
Η ανάγκη για ποιοτικές θέσεις εργασίας και καλά εισοδήματα είναι επιτακτική, καθώς οι επιχειρήσεις αναζητούν συνεχώς εργαζομένους. Σημαντικό είναι πως η αύξηση του μέσου μισθού, που ανέρχεται σήμερα στα 1.342 ευρώ, επηρεάζεται από την άνοδο του κατώτατου μισθού, με αναμενόμενη αύξηση πέραν των 1.500 ευρώ μέχρι το 2027.
Ο κ. Μηλαπίδης εντόπισε επίσης το στεγαστικό πρόβλημα ως κορυφαία πρόκληση, κυρίως για τους νέους και συνολικά για τη χώρα. Αναφερόμενος στο επίδομα ανεργίας, αποκάλυψε ότι θα εφαρμοστεί σύντομα ένα πιλοτικό πρόγραμμα από τη ΔΥΠΑ, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη την ασφαλιστική ιστορία και την επαγγελματική πορεία των ανέργων, προσφέροντας αναλογικά περισσότερα στην αρχή για να ενθαρρύνει την επιστροφή τους στην αγορά εργασίας.
Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι η ανεργία στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει στο 8,7%, το καλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί τα τελευταία 17 χρόνια, αποτελώντας θετική ένδειξη για την ελληνική αγορά εργασίας.