Διευκρινίσεις για το ζήτημα της Προανακριτικής, τι ακριβώς προβλέπει το άρθρου 86 του Συντάγματος, ποιες οι διαδικασίες που ακολουθούνται βήμα βήμα, με φόντο τη διαφωνία Βενιζέλου-Αλιβιζάτου για την ερμηνεία του νόμου αλλά και την κατηγορία της αντιπολίτευσης ότι η παραπομπή του κ. Τριαντόπουλου απευθείας στο Δικαστικό Συμβούλιο στοχεύει στο να αποφευχθεί η πολιτική συζήτηση, όλα τα παραπάνω περιείχε η συνομιλία μεταξύ του Υφυπουργού Δικαιοσύνης Γιάννη Μπούγα με τον Βασίλη Αδαμόπουλο και την Μαρία Γεωργίου, στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινές Διαδρομές στο Πρώτο».
«Κατ’ αρχάς έχουμε τη διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος, την οποία δεν μπορούμε ούτε να παρακάμψουμε, ούτε να παραβιάσουμε, ούτε να καταστρατηγήσουμε. Επομένως, πρέπει να τηρήσουμε το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. Πώς λοιπόν θέλει την κίνηση της ποινικής έρευνας κατά του Υπουργού η διάταξη του άρθρου 86; Πρώτον, με απόφαση της Βουλής, η οποία να ορίζει την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προκειμένου να εξετάσει αν υπάρχουν ενδείξεις για το πρόσωπο το οποίο ερευνάται. Αυτό έχει γίνει και εδώ βρισκόμαστε. Και στη συνέχεια έχουμε την κυρία ανάκριση που διενεργείται από ανώτατο δικαστή και το Δικαστικό Συμβούλιο και από εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πριν πάμε στο Ειδικό Δικαστήριο αν το Δικαστικό Συμβούλιο κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο. Είμαστε λοιπόν τώρα στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Αυτό κάνει η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή» περιέγραψε αρχικά ο κ. Μπούγας.
«Εάν είχαμε μια υπόθεση που δεν εμπλεκόταν πολιτικό πρόσωπο, ποιος θα έκανε την προκαταρκτική εξέταση; Ο εισαγγελέας. Στην υπόθεση Τριαντόπουλου για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται με βάση την πρόταση κατηγορίας του ΠΑΣΟΚ, έχει γίνει προκαταρκτική εξέταση; Η απάντηση είναι καταφατική. Από ποιον έχει γίνει; Από τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας και στη συνέχεια υπήρξε διάταξη του εισαγγελέα Εφετών Λάρισας. Κατά συνέπεια, για το ερευνόμενο σε βάρος Τριαντόπουλου αδίκημα, η προκαταρκτική εξέταση έχει διενεργηθεί από τον φυσικό δικαστή που είναι ο εισαγγελέας στη Λάρισα. Αυτό το πόρισμα της Εισαγγελίας, με βάση το οποίο παραπέμπονται οι υπηρεσιακοί παράγοντες, δηλαδή τα μη πολιτικά πρόσωπα, έχει ήδη περιέλθει στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή. Η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή τι θα έκανε; Θα ήλεγχε εάν υπάρχουν όχι αποδείξεις αλλά έστω ελάχιστες ενδείξεις με μια συνοπτική διαδικασία, όπως λέει ο νόμος, για να συνεχίσει περαιτέρω η διαδικασία» προσέθεσε ο κ. Μπούγας.
Απαντώντας στις κατηγορίες ότι παρακάμπτεται η διαδικασία, ο κ. Μπούγας τόνισε ότι «δεν παρακάμπτεται, διότι αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη ενδείξεων για να προχωρήσει περαιτέρω η διαδικασία, έχουν εισφερθεί στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή με το πόρισμα του εισαγγελέα Εφετών. Επειδή είναι συνοπτική η διαδικασία, δεν χρειάζεται διεύρυνση και πληρότητα των στοιχείων. Μπορούμε να πάμε εφόσον υπάρχουν ενδείξεις, στο επόμενο στάδιο» συμπλήρωσε.
Σχετικά με το επιχείρημα της αντιπολίτευσης που λέει ότι δεν είναι δυνατόν ο κ. Τριαντόπουλος να επιλέγει τον δικαστή του, ο υφυπουργός τόνισε «δεν δικάζεται ο κύριος Τριαντόπουλος από την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή. Η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή απλώς κάνει μια συλλογή στοιχείων. Ούτε ανάκριση κάνει. Την ανάκριση θα κάνει το Δικαστικό Συμβούλιο».
«Εφόσον λοιπόν, αυτά τα στοιχεία έχουν συλλεγεί και θεωρήθηκαν επαρκή από τον εισαγγελέα Εφετών, κατά μείζονα λόγο οφείλει να τα θεωρήσει επαρκή για το πολιτικό πρόσωπο και η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή. Και έρχεται εδώ ο κύριος Τριαντόπουλος και λέει ότι, εγώ θέλω να προχωρήσει η διαδικασία. Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία, έχοντας έννομο συμφέρον να αποδείξω ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι αρκετά και να πάω μετά να ζητήσω από τη Βουλή να μην ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος μου. Άρα «παραιτείται» αυτού του δικαιώματος και η υπόθεση, εφόσον πάει στο δικαστικό συμβούλιο, θα γίνει η κύρια ανάκριση από δικαστές ανώτατους, από αρεοπαγίτες και από μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και πρέπει να σας πω ως απάντηση στον ισχυρισμό ότι πρέπει να θέσει τον εαυτό του ο κ. Τριαντόπουλος στην κρίση των μελών της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, εδώ υπάρχουν τρία στοιχεία τα οποία πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και να τα λάβουμε υπόψιν και στην επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 86. Στοιχείο πρώτον, οι βουλευτές δεν είναι δικαστές, δηλαδή δεν έχουν νομική παιδεία και πολλοί από αυτούς δεν μπορεί να ενδυθούν ξαφνικά τον μανδύα, την τήβεννο του εισαγγελέα για να ασκήσουν ανακριτικές πράξεις. Στοιχείο δεύτερο, οι δικαστικοί, οι βουλευτές δεν μπορούν να τηρήσουν την θεμελιώδη αρχή της μυστικότητας της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξέτασης. Το έχουμε δει άλλωστε από την εμπειρία σε όλες τις προανακριτικές επιτροπές. Στοιχείο τρίτο, οι βουλευτές δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητοι. Και γιατί δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητοι; Διότι σας υπενθυμίζω, οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, μέλη της προανακριτικής επιτροπής, έχουν ήδη δικάσει τον κύριο Τριαντόπουλο και τον έχουν κρίνει ένοχο. Πώς αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι, οι οποίοι θα ενεργήσουν ως οιονεί εισαγγελείς, θα εμφανιστούν αμερόληπτοι σε μία ανακριτική διαδικασία της προανακριτικής επιτροπής;» ανέφερε χαρακτηριστικά ο υφυπουργός.
Όσο αφορά το ζήτημα της διεύρυνσης η μη του κατηγορητηρίου, ο κ. Μπούγας επισήμανε ότι το κατηγορητήριο θα διευρυνθεί εφόσον κρίνει το δικαστικό συμβούλιο ότι υπάρχουν και άλλες πράξεις οι οποίες μπορούν να αποδοθούν στον κύριο κ. Τριαντόπουλο, όπως θα μπορούσε να γίνει και με την Προανακριτική Επιτροπή, δηλαδή με επιστροφή της δικογραφίας στην Βουλή, προκειμένου η Ολομέλεια να αποφασίσει εάν συντρέχει λόγος διεύρυνσης του κατηγορητηρίου.
«Δεν υπάρχει κανένα απολύτως ψήγμα ότι παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος» υπογράμμισε ο κ. Μπούγας.
«Ο κ. Τριαντόπουλος καλείται, άρα έχει δυνατότητα να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Θα καταθέσει, πιθανολογώ, υπόμνημα ή ο ίδιος θα εμφανιστεί και θα δώσει εξηγήσεις στην ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή και στη συνέχεια θα συνταχθεί πόρισμα. Άρα καλύπτεται και πληρούται το γράμμα του Συντάγματος και το πνεύμα του Συντάγματος και του νόμου περί ευθύνης υπουργών και με βάση αυτό το πόρισμα η Ολομέλεια της Βουλής θα αποφασίσει εάν θα ασκήσει ποινική δίωξη στον κ. Τριαντόπουλο. Σήμερα η Βουλή τι έχει πει; Έχει πει ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις και πρέπει η υπόθεση αυτή να ερευνηθεί. Με την ποινική δίωξη, θα πει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο και το δικαστικό συμβούλιο ή θα διασκεδάσει αυτές τις ενδείξεις και θα πει ότι δεν συντρέχει λόγος και θα πρέπει να εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα ή θα παραπέμψει τον κ. Τριαντόπουλο και τους συμμετόχους, διότι σε περίπτωση που παραπεμφθεί ο κ. Τριαντόπουλος, πρέπει κατά το γράμμα του νόμου και του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών, να παραπεμφθούν και οι συμμέτοχοι. Άρα θα έχουμε μία δίκη που θα αφορά και το πολιτικό ή τα πολιτικά πρόσωπα και όσα συμμετείχαν και θεωρούνται συμμέτοχοι στην πράξη της παράβασης καθήκοντος και δεν έχουν πολιτική ιδιότητα» ανέφερε στη συνέχεια ο κ. Μπούγας.
Απαντώντας στο ερώτημα που αποτελεί και επισήμανση του κυρίου Βενιζέλου, ότι η κυβέρνηση γνωρίζει πως αν το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου κρίνει ότι η παραπομπή Τριαντόπουλου ενώπιόν του είναι άκυρη, τι θα γίνει, καθώς ενδεχομένως θα προκύψει μια μη διαχειρίσιμη πολιτικά κατάσταση, ο κ. Μπούγας ανέφερε τα εξής.
«Έχει έναν μικτό χαρακτήρα η διαδικασία αυτή, έχει και τη συνταγματική διάσταση, έχει και την ποινική διάσταση. Είναι λάθος να την προσεγγίζουμε μονοδιάστατα, δηλαδή μόνο με την συνταγματική ή μόνο με την ποινική διάσταση. Εδώ λοιπόν, το Συμβούλιο, για να πει ότι υπάρχει ακυρότητα, πρέπει να έχει παρεισφρήσει μια ακυρότητα της διαδικασίας, όπως θα ήταν η μη κλήση του κυρίου Τριαντόπουλου ή η μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει το Σύνταγμα. Όπως σας εξήγησα πριν, όλα αυτά θα πληρωθούν όπως ακριβώς επιτάσσεται από το Σύνταγμα. Κατά συνέπεια, κατά τη δική μου άποψη, δεν υπάρχει πιθανότητα να επισυμβεί ακυρότητα. Εάν πληρωθεί το γράμμα του Συντάγματος, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να παρεισφρήσει δικονομική ακυρότητα που θα αναγκάσει το δικαστικό συμβούλιο να την επισημάνει και να γυρίσει πίσω τη δικογραφία».
Για Ρόδο: Δεν τίθεται ζήτημα παρέμβασης στην ανεξαρτησία των Ελλήνων δικαστών
Σε ό,τι αφορά τις τριβές μεταξύ της ηγεσίας του Αρείου Πάγου και της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, αλλά και των Δικηγορικών Συλλόγων, με αφορμή τις μη προφυλακίσεις των κατηγορουμένων για την υπόθεση διαφθοράς στην Πολεοδομία της Ρόδου, ο κ. Μπούγας σημείωσε:
«Το σχόλιό μου είναι νομίζω αυτό το οποίο επισημαίνεται και είναι αυτονόητο, ότι οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι από τη νομοθετική, από την εκτελεστική αλλά και από τη δικαστική εξουσία, με την έννοια ότι μπορούν να ασκούν απερίσπαστοι και με εγγυήσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας τα δικαστικά τους καθήκοντα και ως προς τη δικανική τους κρίση είναι εντελώς ανεξάρτητοι. Ασφαλώς, όπως σημειώθηκε και στην ανακοίνωση από τον Άρειο Πάγο, αναφέρομαι στο δελτίο Τύπου του εκπροσώπου του Αρείου Πάγου, το γεγονός ότι είναι ανεξάρτητοι και ελεύθεροι να διατυπώσουν τη δικαιοδοτική τους κρίση δεν σημαίνει ότι είναι και ανεξέλεγκτοι. Και δεδομένου πως η πρόεδρος του Αρείου Πάγου διέταξε την έρευνα, έχοντας ήδη μία απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία ορίζει και οριοθετεί τη δυνατότητα της ηγεσίας του Αρείου Πάγου να παραγγείλει έρευνα για τέτοιου είδους υποθέσεις, νομίζω ότι τα πράγματα και με βάση τη νομολογία αλλά και την υφιστάμενη νομοθεσία έχουν πλήρως οριοθετηθεί. Κατά συνέπεια, δεν τίθεται ζήτημα παρέμβασης στην ανεξαρτησία των Ελλήνων δικαστών».
«Αντιλαμβάνεστε ότι δεν έχω την δυνατότητα και το δικαίωμα να κάνω κρίση επί της ουσίας. Εκείνο το οποίο μπορώ να σας πω είναι ότι το νομικό πλαίσιο είναι επαρκέστατο, από τα πιο επαρκή στην Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως το επαρκέστερο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι και αυτό θα επιτρέψτε μου να το τεκμηριώσω, αφήνει στον δικαστή και δη στον ανακριτή, βλέποντας εξατομικευμένα την υπόθεση, την προσωπικότητα των συγκεκριμένων κατηγορουμένων αλλά και τα στοιχεία της δικογραφίας, να επιβάλλει είτε περιοριστικούς όρους που μπορεί να φθάσουν από την εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα, την απαγόρευση εξόδου, την εγγυοδοσία, ακόμη και την ηλεκτρονική επιτήρηση, μέχρι και να διατάξει το επαχθές μέτρο της προσωρινής κράτησης. Επομένως, οι δικαστές, οι ανακριτές και οι εισαγγελείς έχουν πλήρη δυνατότητα και ελευθερία κατά νόμου, βλέποντας τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, η οποία άγεται ενώπιόν τους προς κρίση, να αποφασίσουν αν ο συγκεκριμένος δράστης είναι ύποπτος φυγής, υπάρχει πιθανότητα να αποκρύψει, σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, αν υπάρχει πιθανότητα να μην εμφανιστεί κατά την διάρκεια της ανάκρισης στη δίκη και αναλόγως να αποφασίσουν. Αυτά βέβαια με βάση τη νομολογία του Αρείου Πάγου, χρήση της οποίας έκανε και η πρόεδρος, μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου από τη φυσική ηγεσία της Δικαιοσύνης» συμπλήρωσε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης.