Εκτιμάται ότι οι απώλειες θα συνεχιστούν λόγω των υψηλών επιτοκίων.
Οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης αναμένεται να παρουσιάσουν τις πρώτες σοβαρές ζημίες τους, απόρροια μιας δεκαετίας στη διάρκειας της οποίας τύπωναν διαρκώς χρήμα και αγόραζαν τίτλους για να στηρίξουν τις οικονομίες τους. Εκτιμάται πως θα σημειώσουν ζημίες τόσο φέτος όσο και το επόμενο έτος, καθώς η αύξηση των επιτοκίων συνεπάγεται και υψηλότερα κεφάλαια που πρέπει να καταβάλουν ως τόκους στις καταθέσεις. Αυτό σημαίνει πως ενδέχεται να χρειαστούν ενέσεις κεφαλαίου από τις κυβερνήσεις τους, δηλαδή από χρήματα των φορολογουμένων.
Κάποιοι αξιωματούχοι φαίνεται μάλιστα να ανησυχούν για το ενδεχόμενο να υπάρξει αντίκτυπος στα δημοσιονομικά των χωρών, αλλά η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών υπογράμμισε προ ημερών ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να λειτουργούν με ζημίες και να μην κινδυνεύουν να πτωχεύσουν. Οπως τόνισε σε συνέντευξή του ο διοικητής της Τράπεζας της Πορτογαλίας, Μάριο Σεντένο, «πολλές κεντρικές τράπεζες θα παρουσιάσουν αρνητικά αποτελέσματα για το 2022 εξαιτίας της διαφοράς ανάμεσα στα επιτόκια των περιουσιακών μας στοιχείων και εκείνων των υποχρεώσεών μας». Ο κ. Σεντένο εξήγησε επιπλέον ότι οι κεντρικές τράπεζες δανείζονται με υψηλότερα επιτόκια, που δεν καλύπτονται από τις αποδόσεις των ομολόγων και κάθε άλλου τίτλου χρέους στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών».
Εν αναμονή των αποτελεσμάτων που θα ανακοινωθούν την Πέμπτη, η Τράπεζα της Ελλάδας αναμένεται να παρουσιάσει κερδοφορία γιατί έκανε πολύ μικρότερες αγορές και τα ομόλογα είχαν μεγαλύτερες αποδόσεις. Τις μεγαλύτερες ζημίες θα παρουσιάσει η γερμανική Bundesbank. Κι ενώ για το περασμένο έτος εκτιμάται πως οι ζημίες της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας θα είναι συγκριτικά μικρές, για το τρέχον έτος αναμένεται να φτάσουν στα 26 δισ. ευρώ. Αυτή είναι η εκτίμηση του Ντανιέλ Γκρο, μέλους του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Μελετών στις Βρυξέλλες, για την περίπτωση που τα επιτόκια του ευρώ παραμένουν στα υφιστάμενα επίπεδα. Αυτό σημαίνει πως η πανίσχυρη ομοσπονδιακή τράπεζα θα διαγράψει τις προβλέψεις ύψους 20 δισ. ευρώ ως ζημίες από τα προγράμματα αγοράς τίτλων καθώς και 5 δισ. ευρώ από τα κεφάλαιά της και τα διαθέσιμά της. Αν επρόκειτο για επιχείρηση, τέτοιου ύψους διαγραφές θα ισοδυναμούσαν με πτώχευση. Σύμφωνα με τον Γκρο, θα υπάρξει κάποιου είδους προειδοποίηση κατά την ανακοίνωση των ετήσιων αποτελεσμάτων και η Bundesbank θα «επιχειρήσει να διαπραγματευθεί αθόρυβα μια ένεση κεφαλαίου από το Βερολίνο».
Σε ό,τι αφορά τις άλλες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, αναμένεται επίσης να παρουσιάσουν μεγάλες ζημίες αλλά όχι τόσο μεγάλες ώστε να διαγράψουν κεφάλαιο. Σύμφωνα με τον Ντανιέλ Γκρο, η Τράπεζα της Γαλλίας θα ανακοινώσει ζημίες 17 δισ. ευρώ, η Τράπεζα της Ιταλίας 9 δισ. ευρώ και της Ολλανδίας 5 δισ. ευρώ. Αν, πάντως, τα επιτόκια παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα και το επόμενο έτος, τότε εκτιμάται πως τόσο η Τράπεζα της Γαλλίας όσο και αυτή της Ολλανδίας θα παρουσιάσουν αρνητικό κεφάλαιο. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ολλανδίας, Κλάας Κνοτ, φάνηκε έτσι να προϊδεάζει την κοινή γνώμη, τον Σεπτέμβριο, όταν προειδοποίησε για «αθροιστικές ζημίες ενδεχομένως σημαντικές» μέσα στα επόμενα έτη, που «σε ακραία περίπτωση μπορεί να καταστήσουν αναγκαία μια ένεση κεφαλαίου από τους φορολογουμένους».
Οι επενδυτές ξανάρχονται
Τεκτονικές αλλαγές επιφέρουν στις ροές των κεφαλαίων οι αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ, καθώς αντιστρέφουν τη φυγή των επενδυτών από τα ευρωπαϊκά ομόλογα και από το ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία της Deutsche Bank, οι εκροές-ρεκόρ των 818 δισ. ευρώ που κατέγραψαν τα ομόλογα της Ε.Ε. μέχρι το τέλος του 2021 έχουν αντιστραφεί χάρη στην αύξηση των επιτοκίων του ευρώ κατά 300 μονάδες βάσης από τον Ιούλιο του περασμένου έτους και μετά. Καθοριστικοί παράγοντες έχουν σταθεί οι αυξημένες αποδόσεις, αλλά και το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν οδήγησε σε ακραία κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης. Τα επενδυτικά κεφάλαια εγκαταλείπουν, έτσι, τις αγορές με τις υψηλές αποδόσεις –όπως π.χ. η αμερικανική– και επιστρέφουν σε τίτλους του ευρώ. Οι εκτιμήσεις στις αγορές συγκλίνουν τώρα σε περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων κατά 125 μ.β., ενώ οι χαμηλές τιμές της ενέργειας αναμένεται να τονώσουν το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Ε.Ε. Ορισμένοι αναλυτές, μεταξύ των οποίων ο Κιτ Γιούκερς της Societe Generale, θεωρούν πιθανή ακόμη και την επιστροφή του ευρώ στα προ του Q.E. επίπεδα, γύρω στο 1,40 δολ.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr