Το εν λόγω σύστημα γραφής χρησιμοποιήθηκε για να καταγραφεί η κυπριακή διαλεκτική μορφή της ελληνικής που μιλιόταν στο νησί, καθώς και το τοπικό ιδίωμα που συμβατικά αποκαλείται ετεοκυπριακή γλώσσα.
Όπως είχαμε αναφέρει στα δύο τελευταία άρθρα μας αναφορικά με τις κυπρομινωικές γραφές, τα πρώτα δείγματα γραφής στην Κύπρο εμφανίστηκαν τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ βασικό γραφικό σύστημα ή κύριο συλλαβάριο υπήρξε η Κυπρομινωική 1 γραφή (ΚΜ 1), που συναντάται από το 16ο έως τον 11ο αιώνα π.Χ. Όμως, κυρίαρχο σύστημα γραφής της μεγαλονήσου ήταν το λεγόμενο κυπριακό συλλαβάριο, που εμφανίστηκε την 1η χιλιετία π.Χ. Το εν λόγω σύστημα, για την καταγωγή του οποίου έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, χρησιμοποιήθηκε για να καταγραφεί η κυπριακή διαλεκτική μορφή της ελληνικής που μιλιόταν στο νησί, καθώς και το τοπικό ιδίωμα που συμβατικά αποκαλείται ετεοκυπριακή γλώσσα (θα καταπιαστούμε με αυτό σε επόμενο άρθρο μας).
Οι παλαιότερες επιγραφές της κυπριακής διαλέκτου στο υπό εξέταση συλλαβάριο ανάγονται στον 8ο αιώνα π.Χ. Η πλειονότητα των κειμένων –τα περισσότερα εξ αυτών είναι σύντομα, πολλά δε συνίστανται μόνο από κύρια ονόματα– εμφανίζεται από τον 6ο αιώνα π.Χ. και μετά, προπάντων δε στον 4ο αιώνα π.Χ. Η ανάγνωση των επιγραφών της κυπριακής διαλέκτου είναι συχνά μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, καθώς οι διαθέσιμες γραπτές μαρτυρίες έχουν σημαντικά κενά.
Το κυπριακό συλλαβάριο επιβίωσε σε ορισμένες απομονωμένες θέσεις της ενδοχώρας του νησιού έως τις αρχές των Ελληνιστικών Χρόνων, ενώ έπαυσε σε γενικές γραμμές να χρησιμοποιείται στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν πήρε τη θέση του το ελληνικό αλφάβητο. Βεβαίως, τα πρώτα δείγματα αλφαβητικής γραφής στη συντηρητικής νοοτροπίας κυπριακή κοινωνία είχαν εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλά οι σχετικές επιγραφές έφεραν ταυτόχρονα και τη συλλαβική απόδοση του ίδιου κειμένου.
Ως σύστημα γραφής στο οποίο κάθε γράφημα αποδίδει μια συλλαβή, το κυπριακό συλλαβάριο χρησιμοποιήθηκε σε ολόκληρη τη μεγαλόνησο με ποικιλόμορφες παραλλαγές, σχετιζόμενες με τοπικά και χρονικά όρια, το σχήμα και τον αριθμό των γραφημάτων. Πάντως, στη βασική εκδοχή του το κυπριακό συλλαβάριο περιλαμβάνει πενήντα πέντε συλλαβογράμματα, απλούς γραμμικούς και όχι εικονικούς χαρακτήρες. Τα σύμβολα αυτά μεταγράφονται –όπως έχει επικρατήσει διεθνώς– με λατινικούς χαρακτήρες.
Οι λέξεις που συναντούμε στις επιγραφές χωρίζονται κατά κανόνα μεταξύ τους με μια άνω τελεία ή με μια κατακόρυφη γραμμή. Για κάθε βραχύ φωνήεν υπάρχει ένα διαφορετικό γράφημα, ενώ τα μακρά φωνήεντα δε δηλώνονται μέσω του συγκεκριμένου γραφικού συστήματος. Όσον αφορά πάλι τις διφθόγγους, σε όλες δηλώνονται τα δύο στοιχεία τους χωριστά, με το αντίστοιχο συλλαβόγραμμα.
Το κυπριακό συλλαβάριο διαθέτει ολοκληρωμένες σειρές συλλαβογραμμάτων για το ουρανικό ή υπερωικό κ, το χειλικό π, το οδοντικό τ, τα έρρινα μ και ν, το συριστικό σ, καθώς και ξεχωριστά γραφήματα για τις σειρές των υγρών συμφώνων ρ και λ. Αντιθέτως, δεν υπάρχουν στο κυπριακό συλλαβάριο ιδιαίτερα σύμβολα για τα ηχηρά σύμφωνα β, γ και δ, καθώς και για τα δασέα φ, χ και θ – αυτά δηλώνονται με τα γραφήματα για τα αντίστοιχα άηχα.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι στις μεν περιπτώσεις διπλών συμφώνων καταγράφεται μόνο το ένα από αυτά, στις δε περιπτώσεις συμφωνικών συμπλεγμάτων δηλώνονται όλα τα σύμφωνα (εξαιρείται μόνο το πρώτο στοιχείο ενός τέτοιου συμπλέγματος όταν είναι έρρινο). Εξάλλου, τα ληκτικά σύμφωνα των λέξεων δηλώνονται πάντα διά της χρήσεως του «νεκρού» φωνήεντος e.
Βάσει των ανωτέρω, το κυπριακό συλλαβάριο είναι προφανώς ατελές, καθώς ελλείπει η γραφική δήλωση των μακρών φωνηέντων, των ηχηρών και των δασέων συμφώνων, καθώς και των διπλών συμφώνων. Παρά ταύτα, εάν συγκριθεί με ένα παρεμφερές σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή της ελληνικής γλώσσας, τη Γραμμική Β, η κυπριακή συλλαβική γραφή αποδίδει επαρκέστερα την τοπική διάλεκτο της ελληνικής, την κυπριακή διάλεκτο. Και τούτο, χάρη στην ύπαρξη ξεχωριστών γραφημάτων για τις δύο σειρές υγρών συμφώνων, τη δήλωση των ληκτικών συμφώνων και τη δήλωση όλων σχεδόν των στοιχείων των συμφωνικών συμπλεγμάτων.
ΠΗΓΗ: in.gr