Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι η πλούσια σε υδρογονάνθρακες Κεντρική Ασία θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις απώλειες των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας στην Ευρώπη.
Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι η πλούσια σε υδρογονάνθρακες Κεντρική Ασία θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις απώλειες των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας στην Ευρώπη. Από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία το 2022 και την επακόλουθη ρήξη στις ενεργειακές σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, το αναπόφευκτο ερώτημα της προέλευσης των τόσο απαραίτητων πόρων της Ε.Ε. αναδεικνύεται σε επίμονο ζήτημα. Η Ε.Ε. βρέθηκε στριμωγμένη από το γεγονός της καθολικής και δεκαετούς εξάρτησής της από τις προμήθειες φυσικού αερίου από τη Ρωσία και την έλλειψη ετοιμότητας για τη διακοπή τους. Τώρα πλέον στρέφεται στο να εντοπίσει εναλλακτικούς εταίρους, ανανεώνοντας τις υποδομές της και μάλιστα επαναφέροντας εργοστάσια με καύση γαιάνθρακα, κάτι που θα ανατρέψει τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της. Από μέρους τους, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας, πλούσια σε αποθέματα υδρογονανθράκων, είναι μεταξύ όσων χωρών δυνητικά μπορούν να υποκαταστήσουν τα ρωσικά καύσιμα. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι οι χώρες αυτές θα έπαιζαν έναν τέτοιο ρόλο, αν και η πιθανότητα να υλοποιηθεί ένα ανάλογο σχέδιο είναι πολύ μικρή. Κι αυτό δεν οφείλεται στη μικρή πρόοδο στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην Κεντρική Ασία, αλλά στις πραγματιστικές και εμπορικές αποφάσεις που ελήφθησαν πριν από δεκαετίες.
Κατ’ αρχάς, όταν μιλάμε για την Κεντρική Ασία ως προμηθευτή ενέργειας στην Ευρώπη, εννοούμε κυρίως το Καζακστάν και ενδεχομένως το Τουρκμενιστάν. Το Τουρκμενιστάν είναι ήδη κάπως παρόν στο ευρωπαϊκό μείγμα εισαγωγών ενέργειας, ενώ το Καζακστάν δεν έχει ακόμη αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητές του. Η παραγωγή του Καζακστάν λειτουργεί ήδη στο μέγιστο δυναμικό της, με το 80% του πετρελαίου του να διέρχεται από την Κοινοπραξία Αγωγών Κασπίας και με πολύ περιορισμένη ικανότητα να αυξήσει τους όγκους που θα αποστέλλονται μέσω του αγωγού Ντρούζμπα. Επιπλέον, η χώρα αντιμετώπισε ορισμένα προβλήματα το 2022 κατά την εξαγωγή των υδρογονανθράκων της στις διεθνείς αγορές μέσω αγωγών διερχόμενων από τη Ρωσία λόγω του κλεισίματος των λιμενικών εγκαταστάσεων στο Νοβοροσίσκ. Η εξάρτηση από τις υποδομές του ρωσικού αγωγού που συνδέει το Καζακστάν με την Ευρώπη θέτει τη χώρα σε επισφαλή θέση. Δεν εξυπηρετεί την προθυμία των ευρωπαϊκών κρατών να διακόψουν τους δεσμούς με τη Μόσχα και επίσης δεν δίνει καμία ελευθερία για εναλλακτικές διαδρομές μεταφοράς πετρελαίου της Κεντρικής Ασίας και φυσικού αερίου βραχυπρόθεσμα. Επιπλέον, παρά τα τεράστια αποθέματα και τις νέες εξελίξεις στο πεδίο, οι επενδύσεις για περαιτέρω εξερευνήσεις στο Καζακστάν έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Επί του παρόντος, το Τουρκμενιστάν δεν προμηθεύει άμεσα τις δυτικές αγορές με φυσικό αέριο. Οι κύριοι εξαγωγικοί προορισμοί του παραμένουν η Κίνα και η Ρωσία.
Η συμφωνία ανταλλαγής που υπογράφηκε μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν, του Ιράν και του Τουρκμενιστάν το 2021 προβλέπει την παράδοση δύο δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου του Τουρκμενιστάν στο Ιράν, το οποίο παρέχει περαιτέρω την αντίστοιχη ποσότητα φυσικού αερίου στο Αζερμπαϊτζάν. Αυτό άνοιξε ένα παράθυρο για τη διευκόλυνση του εμπορίου φυσικού αερίου του Τουρκμενιστάν με τις ευρωπαϊκές αγορές. Εάν είναι απίθανη η άμεση αύξηση της προσφοράς από το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν στην Ευρώπη, θα ήταν δυνατή η μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη συνεργασία; Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα βρίσκεται στο παρελθόν και θα έπρεπε να είχε απαντηθεί πριν από περίπου 20 χρόνια. Η ευκαιρία για κατασκευή υποδομών μεταξύ των δύο χάθηκε όταν η Ε.Ε. έδωσε προτεραιότητα στην αναζωπύρωση της σχέσης της με τη Ρωσία.
H δρ Αλίγια Τσκάι είναι ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Αγίου Ανδρέα με ειδίκευση στην ενεργειακή μετάβαση και στον στόχο μηδενικών ρύπων. Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Φρίντριχ Εμπερτ.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr