Χαμηλά η ζήτηση λόγω υψηλών θερμοκρασιών, συνεχίζεται η μείωση των τιμών
Ο ηπιότερος του αναμενομένου χειμώνας αποδείχθηκε ο ισχυρότερος σύμμαχος της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Κανένα από τα έκτακτα προληπτικά μέτρα που τα κράτη-μέλη έσπευσαν να λάβουν ενόψει της χειμερινής περιόδου δεν χρειάστηκε επί του παρόντος να ενεργοποιηθεί και κανένας Ευρωπαίος πολίτης δεν χρειάστηκε να… φορέσει δεύτερο πουλόβερ ή να κάνει μπάνιο με το χρονόμετρο, για να θυμηθούμε λίγο τον πανικό που κυριάρχησε στη Γηραιά Ηπειρο τους προηγούμενες μήνες.
Οι ήπιες καιρικές συνθήκες περιόρισαν σημαντικά τη ζήτηση αερίου και ηλεκτρισμού, παράγοντας που οδήγησε σε αποκλιμάκωση τις τιμές και κράτησε γεμάτες τις αποθήκες, αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη σε σχέση με τις αντοχές του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος και για τον επόμενο χειμώνα. Αν και ο χειμώνας δεν έχει παρέλθει, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι ακόμη και στην περίπτωση ενός έντονου γυρίσματος των καιρικών συνθηκών το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου, οι τιμές θα ανακάμψουν αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα δούμε τα τρελά ράλι που καταγράφηκαν πέρυσι.
Η Ευρώπη πάντως παραμένει σε ετοιμότητα, καθώς η κρίση, αν και κόπασε, δεν έχει τελειώσει, όπως φάνηκε και από την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να προχωρήσει στην επαναλειτουργία τριών λιγνιτικών εργοστασίων και να ζητήσει από τα νοικοκυριά να μειώσουν τη ζήτηση έως και 336 μεγαβάτ, καθώς το θερμόμετρο άρχισε να υποχωρεί κάτω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου.
Στα καθ’ ημάς, οι εξελίξεις προμηνύουν παράταση των αλκυονίδων ημερών για τις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος. Για τον Φεβρουάριο οι πάροχοι ανακοίνωσαν μειωμένες ονομαστικές τιμές ρεύματος, μέχρι και 60% κάτω από αυτές του Ιανουαρίου, τις χαμηλότερες εδώ και ένα χρόνο. Οι τιμές κυμαίνονται μεταξύ 18,5 και 24,8 λεπτών η κιλοβατώρα, έναντι 35,8 και 48,9 λεπτών η κιλοβατώρα τον Ιανουάριο, και απέχουν μόλις 9 με 14 λεπτά από τα προ κρίσης επίπεδα. Στα χαμηλά των 19,9 λεπτών η κιλοβατώρα τιμολογεί τις πρώτες 500 κιλοβατώρες η ΔΕΗ τον Φεβρουάριο και στα 21,1 λεπτά πάνω από τις 500 κιλοβατώρες, η οποία, σε αντίθεση με τους προηγούμενους μήνες, ανακοίνωσε ένα από τα χαμηλότερα τιμολόγια της αγοράς. Το αντίστοιχο τιμολόγιο της ΔΕΗ τον Ιανουάριο ήταν στα 48,9 λεπτά για τις πρώτες 500 κιλοβατώρες και στα 50,01 λεπτά για τις άνω των 500 κιλοβατωρών. Για τους καταναλωτές οι ονομαστικές τιμές των παρόχων λίγη σημασία έχουν μετά την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής. Το ζήτημα απασχολεί κυρίως το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, που θα πρέπει να καλύπτει κάθε μήνα την απόκλιση της ονομαστικής τιμής του τιμολογίου της ΔΕΗ με τα επίπεδα των 15-17 λεπτών, όπως έχει δεσμευτεί προκειμένου να ελαφρύνει τα νοικοκυριά. Τα καλά νέα για το αρμόδιο κυβερνητικό επιτελείο είναι ότι για τον Φεβρουάριο τα κονδύλια για επιδοτήσεις θα περιοριστούν έως και 75% σε σχέση με αυτά του Ιανουαρίου, τα οποία στο σύνολό τους έφτασαν στα 870 εκατ. ευρώ και για τα νοικοκυριά τα 470 εκατ. ευρώ. Το αντίστοιχο κονδύλι για τα νοικοκυριά που αναμένεται να ανακοινώσει μέσα στο διήμερο ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας υπολογίζεται να διαμορφωθεί πέριξ των 100 εκατ. ευρώ.
Οι επιδοτήσεις
Αντίστοιχα χαμηλά αναμένεται να διαμορφωθούν και οι επιδοτήσεις για τις καταναλώσεις του Μαρτίου. Αυτό γιατί η σημαντική αποκλιμάκωση της τιμής του φυσικού αερίου στον κόμβο ΤΤF της Ολλανδίας τον Ιανουάριο (σχεδόν κάτω από 50%) δεν έχει αποτυπωθεί στα τιμολόγια του Φεβρουαρίου. Οι εγχώριες εταιρείες τιμολογούν το φυσικό αέριο βάσει της μέσης τιμής του προηγούμενου μήνα στο ΤΤF. Αυτό σημαίνει ότι ανεξαρτήτως του πού θα κινηθεί η τιμή τον Φεβρουάριο, οι ηλεκτροπαραγωγοί στις προσφορές τους στη χονδρεμπορική αγορά θα λάβουν υπόψη τους την τιμή του Ιανουαρίου.
Η αποκλιμάκωση πάντως της τιμής του φυσικού αερίου δείχνει να σταθεροποιείται γύρω στα 62-63 ευρώ η μεγαβατώρα και τους επόμενους μήνες, μέχρι και τον Ιούνιο. Πορεία αποκλιμάκωσης ακολουθούν και οι τιμές ρεύματος στις χονδρεμπορικές αγορές της Ευρώπης. Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στις χαμηλότερες θέσεις, με τιμή στα 194,69 ευρώ η μεγαβατώρα. Η αντίστοιχη τιμή στη Γαλλία είναι στα 204,50 ευρώ και στη Γερμανία στα 202,69 ευρώ.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr