Ο καρκίνος θυρεοειδούς είναι η συνηθέστερη μορφή καρκίνου των ενδοκρινών αδένων. Η συχνότητά του παρουσιάζει σταθερή αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες. Ο όρος αυτός περιλαμβάνει μία ετερογενή ομάδα νεοπλασμάτων, που διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους τόσον όσον αφορά την βιολογική τους συμπεριφορά, όσο και την αντιμετώπιση.
Ο θηλώδης καρκίνος θυρεοειδούς είναι η συνηθέστερη μορφή. Έχει αρκετά καλή βιολογική συμπεριφορά, εξαιρετική πρόγνωση και ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Πρόκειται για ιάσιμη μορφή καρκίνου. Ανάλογη είναι και η συμπεριφορά του θυλακιώδους καρκίνου θυρεοειδούς. Σπανιότερος είναι ο μυελοειδής καρκίνος, που έχει περισσότερο επιθετική βιολογική συμπεριφορά. Πολύ πιο σπάνιος είναι ο αναπλαστικός καρκίνος, μία ιδιαίτερα επιθετική μορφή καρκίνου που χαρακτηρίζεται από ταχεία εξέλιξη, επέκταση («διήθηση») των παρακειμένων οργάνων και αυξημένη συχνότητα μεταστάσεων.
Σήμερα η διάγνωση μπορεί να τεθεί σε πολύ πρώιμο στάδιο, χάρη στην ευρεία χρήση των σύγχρονων διαγνωστικών μεθόδων. Τα βασικά διαγνωστικά ‘εργαλεία’ σήμερα είναι το υπερηχογράφημα και η παρακέντηση με λεπτή βελόνη. Χρήσιμη είναι και η μέτρηση της καλσιτονίνης στο αίμα (για τον μυελοειδή καρκίνο).
Στο υπερηχογράφημα ο καρκίνος θυρεοειδούς εμφανίζεται συνηθέστατα με την μορφή όζου. Υπάρχουν συγκεκριμένα ευρήματα στο υπερηχογράφημα με βάση τα οποία δημιουργείται υπόνοια για την ύπαρξη καρκίνου θυρεοειδούς. Στις περιπτώσεις αυτές ακολουθεί λήψη υλικού από τον ύποπτο όζο με παρακέντηση αυτού με λεπτή βελόνη (με υπερηχογραφική καθοδήγηση). Το υλικό αυτό υποβάλλεται σε κυτταρολογική εξέταση, με βάση την οποία ο όζος χαρακτηρίζεται ως καλοήθης, κακοήθης ή ύποπτος.
Πριν την χειρουργική επέμβαση έχει πολύ μεγάλη σημασία η σωστή σταδιοποίηση της νόσου, ο προσδιορισμός δηλαδή της έκτασης διασποράς του καρκίνου στον τράχηλο ή και στα υπόλοιπα όργανα στα οποία μπορεί να «δώσει» μεταστάσεις. Η σταδιοποίηση γίνεται με τη βοήθεια των σύγχρονων απεικονιστικών μεθόδων και κυρίως του υπερηχογραφήματος. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί αξονική ή μαγνητική τομογραφία, σπινθηρογράφημα ή τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET/CT scan).
H επέμβαση θα πρέπει να προσαρμόζεται στα ιδιαίτερα δεδομένα του κάθε ασθενούς με βάση τα ευρήματα του προεγχειρητικού ελέγχου. Πέραν της θυρεοειδεκτομής (αφαίρεσης θυρεοειδούς) μπορεί να χρειαστεί να γίνει ταυτόχρονα αφαίρεση λεμφαδένων (λεμφαδενικός καθαρισμός) ή και αφαίρεση μεταστάσεων σε μακρινά όργανα. Στον θηλώδη και θυλακιώδη καρκίνο θυρεοειδούς έχει θέση – μετά την επέμβαση – και η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο, που -αντίθετα- δεν χορηγείται στον μυελοειδή και στον αδιαφοροποίητο καρκίνο θυρεοειδούς. Σπανιότερα μπορεί να χρειαστεί ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία.
Από τα παραπάνω καθίσταται εμφανής η ανάγκη εξατομίκευσης της αντιμετώπισης του κάθε ασθενούς ανάλογα με τα ιδιαίτερα δεδομένα του προεγχειρητικού ελέγχου. Αυτονόητη είναι η σημασία της εμπειρίας του χειρουργού που θα πρέπει να είναι εξειδικευμένος χειρουργός θυρεοειδούς ώστε να υποβάλλει τον ασθενή στον ενδεικνυόμενο διαγνωστικό έλεγχο. Θα πρέπει παράλληλα να επιλέξει τη βέλτιστη χειρουργική επέμβαση και να την εκτελέσει με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια, ριζικότητα και αποτελεσματικότητα, διασφαλίζοντας το μέγιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα για τον ασθενή.
Γεώργιος Σακοράφας
Χειρουργός Θυρεοειδούς-Παραθυρεοειδών
Επ. Καθηγητής Χειρουργικής
Τ. Συντονιστής Διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ
ΕΥΓΕΝΙΔΕΙΟ – ΙΑΤΡΙΚΟ ΨΥΧΙΚΟΥ – ΜΗΤΕΡΑ – ΥΓΕΙΑ
ΠΗΓΗ: in.gr