Κριτική Λαβρόφ προς Μερτς για τις δηλώσεις σχετικά με τις επιθέσεις στην Ρωσία
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ εξέφρασε σήμερα την έντονη αντίθεσή του ως προς τις δηλώσεις του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς, οι οποίες αναφέρονται σε πιθανές ουκρανικές επιθέσεις μεγάλης κλίμακας κατά της Ρωσίας.
Ο Μερτς δήλωσε χθες ότι πλέον δεν υπάρχουν περιορισμοί σε ό,τι αφορά το βεληνεκές των όπλων που παραδίδονται στην Ουκρανία. Κράτη όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ προμηθεύουν την Ουκρανία με οπλικά συστήματα ικανών να πλήξουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο ρωσικό έδαφος. Η δήλωση αυτή υπογραμμίζει ότι η Ουκρανία έχει πλέον τα μέσα για στρατηγικές επιθέσεις εναντίον στόχων εντός της Ρωσίας, κάτι που ο Γερμανός καγκελάριος δήλωσε ότι έχει αποφασιστεί εδώ και καιρό.
Ο Λαβρόφ, στο πλαίσιο της απάντησής του, υποστήριξε ότι οι δηλώσεις αυτές φανερώνουν το επίπεδο των ανθρώπων που κατέχουν ηγετικές θέσεις στην Ευρώπη, ενισχύοντας την υπόθεση ότι η απόφαση για επιθέσεις μεγάλης εμβέλειας κατά της Ρωσίας έχει ληφθεί και κρατηθεί μυστική κατά το παρελθόν.
Το Κρεμλίνο χθες προειδοποίησε ότι οι αποφάσεις ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών συνιστούν μια επικίνδυνη εξέλιξη και έρχονται σε σύγκρουση με τις προσδοκίες της διεθνούς κοινότητας για μια διπλωματική επίλυση της κρίσης. Η κατάσταση αυτή εγείρει ανησυχίες για την επέκταση της σύγκρουσης και την όξυνση των εντάσεων στην περιοχή.
Όσον αφορά τις πρόσφατες δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη Ρωσία, ο Λαβρόφ ανέφερε ότι ο ίδιος εκφράζει τα συναισθήματά του βλέποντας τις ειρηνικές του προτάσεις να παρεμποδίζονται από Γερμανούς πολιτικούς. Ο Τραμπ κατηγόρησε επίσης τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντίμιρ Πούτιν, ότι έχει «τρελαθεί» εντελώς εξαιτίας των ρωσικών επιθέσεων στην Ουκρανία.
Ο Λαβρόφ υπογράμμισε ότι ο Τραμπ επιδιώκει μια ειρηνική λύση για την Ουκρανία, τονίζοντας την ανάγκη η Ευρώπη να σταματήσει να σαμποτάρει τις ειρηνευτικές διαδικασίες. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω επιδεινώσεις στη σχέση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, καθώς οι διακυβερνητικές ανταγωνιστικές πολιτικές συνεχίζουν να κλυδωνίζουν την κλιματική ασφάλεια στην περιοχή.