Νέος γύρος εμπορικών συνομιλιών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στο Λονδίνο
Ανταπόκριση από το Λονδίνο: Νατάσα Καντζάβελου
Τη Δευτέρα, το Λονδίνο θα φιλοξενήσει τον δεύτερο γύρο εμπορικών συνομιλιών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Οι συνομιλίες αυτές αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, μέσω ανάρτησής του στην πλατφόρμα Truth Social, ανακοίνωσε ότι τρεις κύριοι αξιωματούχοι της κυβέρνησής του θα εκπροσωπήσουν την αμερικανική πλευρά. Συγκεκριμένα, θα συμμετάσχουν ο Υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, ο Υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ και η Εμπορική Αντιπρόσωπος Πρέσβης Τζέιμισον. Από την κινεζική πλευρά, αναμένεται συμμετοχή από υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Υπουργείου Εμπορίου και της κρατικής επιτροπής μεταρρυθμίσεων.
Η συγκεκριμένη συνάντηση έρχεται σε συνέχεια της πρώτης επαφής που είχε γίνει στη Γενεύη, όπου οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει προσωρινά στην αναστολή δασμών για 90 ημέρες. Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, η πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του Τραμπ και του Σι Τζινπίνγκ επανέφερε τις συνομιλίες σε ενεργό επίπεδο, τονίζοντας τη σημασία των διαπραγματεύσεων αυτών.
Η επιλογή του Λονδίνου ως τόπου διεξαγωγής θεωρείται διπλωματικά και γεωπολιτικά σημαντική, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο αποκτά σταδιακά ρόλο μεσολαβητή σε μία από τις πιο επιδραστικές διαπραγματεύσεις παγκοσμίως. Η γεωπολιτική αυτή μεταβολή μπορεί να επιφέρει ευρύτερες συνέπειες για τις διεθνείς σχέσεις, καθώς και για τις εμπορικές στρατηγικές των δύο χωρών.
Η επιτυχία αυτών των συνομιλιών ενδέχεται να επηρεάσει τις παγκόσμιες αγορές και την οικονομική σταθερότητα, ενισχύοντας τις προσδοκίες για βελτίωση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Οι παρατηρητές αναμένουν με αγωνία τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης και αναρωτιούνται αν θα υπάρξουν οι κατάλληλες διασφαλίσεις για την αποδοχή των συμφωνιών από τις δύο πλευρές.
Η σημασία αυτής της πρωτοβουλίας καθιστά αναγκαία την παρακολούθηση των εξελίξεων, καθώς οι αποφάσεις που θα ληφθούν θα μπορούσαν να έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.