Η εμπειρία από την αντιμετώπιση της πανδημίας δείχνει ότι η έκδοση κοινού χρέους μπορεί να είναι πιο κοντά από ποτέ.
H κρίση του κορωνοϊού υποχρέωσε την Ε.Ε. να στραφεί σε ένα εργαλείο που σπάνια χρησιμοποιούσε από κοινού, ήτοι τα χρήματα άλλων ανθρώπων. Υποσχόμενη σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο ευρώ σε νέο δημόσιο δανεισμό, διαδραματίζει πλέον ρόλο μεγάλου παίκτη στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ωστόσο, οι πολιτικές διχογνωμίες κινδυνεύουν να καταστήσουν το εργαλείο αυτό ένα χρονικά περιορισμένο γεγονός.
Κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος. Ενα κυλιόμενο πρόγραμμα πωλήσεων ομολόγων θα μπορούσε να βοηθήσει την Ε.Ε. να χρηματοδοτήσει τις τόσο απαραίτητες υποδομές, να δημιουργήσει αποθέματα ασφαλείας για μελλοντικές κρίσεις και να στηρίξει το ευρώ. Το 2010 τα μέλη της Ε.Ε. διέκοψαν την έκδοση κοινού ομολόγου λόγω της ελληνικής κρίσης. Αυτή η άρνηση υπονόμευσε το αίσθημα της αγοράς προς τη νομισματική ένωση, επιδεινώνοντας μια κρίση δημόσιου χρέους που σύντομα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Δέκα χρόνια αργότερα, η απόφαση της Γερμανίας να μετατραπεί από πρωταθλήτρια της λιτότητας στο εντελώς αντίθετό της έθεσε την Ε.Ε. σε διαφορετική τροχιά. Για την αντιμετώπιση της πανδημίας οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενώθηκαν για να εγκρίνουν περίπου 800 δισ. ευρώ σε νέο κοινό δανεισμό.
Οι ευρωπαϊκές χώρες είναι καλά εδραιωμένες στις παγκόσμιες ομολογιακές αγορές. Η Ε.Ε., πάντως, ως μεμονωμένη οντότητα δεν είχε ποτέ την επιρροή τού από κοινού δανεισμού που απολάμβαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε και οι συλλογικές προσπάθειές της ήταν περιορισμένες. Από το 2009 έως το 2019 η Ε.Ε. πώλησε ομόλογα αξίας μόλις 78 δισ. ευρώ στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές.
Τον Ιανουάριο του 2023 οι εκκρεμείς εκδόσεις ανήλθαν σε 344 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων άνω των 275 δισ. ευρώ που πωλήθηκαν από το 2020. Αυτό εξακολουθεί να είναι ένα κλάσμα των ποσών που διατίθενται ετησίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία, αλλά είναι αρκετά σημαντικό για να υποστηρίξει μια δευτερογενή αγορά ρευστότητας.
Το κοινό ομόλογο της Ε.Ε. έχει ισχυρά θεμέλια. Η Ενωση σήμερα πωλεί τίτλους διαφορετικής διάρκειας –από βραχυπρόθεσμα γραμμάτια έως άλλα 30 ετών– στηρίζοντας τα επιτόκια αναφοράς, που χρησιμοποιούνται ως τοπόσημα για άλλους τίτλους σε ευρώ. Οι Βρυξέλλες δημιούργησαν επίσης ένα μεγάλο δίκτυο τραπεζών υπό τη μορφή βασικών αντιπροσώπων για να διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία των πωλήσεων και των επακόλουθων συναλλαγών.
Οι επενδυτές ενθουσιάστηκαν με το πρόγραμμα, χωρίς να ζητούν υπέρογκες αποδόσεις. Γενικά, το ομόλογο της Ε.Ε. τείνει να διαπραγματεύεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με αυτό της Γαλλίας, αν και στις πρώτες πωλήσεις βραχυπρόθεσμων γραμματίων τον Σεπτέμβριο του 2021 οι αποδόσεις υποχώρησαν στα επίπεδα που απολάμβανε η Γερμανία, η πιο σταθερή εκδότρια χρέους της Ευρώπης.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr