Γιατί τα περιζήτητα τμήματα καταλήγουν να δέχονται μέχρι και διπλάσιους φοιτητές από τους εισακτέους.
Οι εμβληματικές σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων, με εγνωσμένου κύρους ακαδημαϊκό έργο και ισχυρά πτυχία στην αγορά εργασίας, επωμίζονται ετησίως το βάρος των «παράπλευρων» εισροών εισακτέων, από μετεγγραφές και… λοιπές κατηγορίες με κοινωνικά ή άλλα κριτήρια. «Ζητάμε 50 εισακτέους μέσω Πανελλαδικών Εξετάσεων, αρχικά ορίζονται από το υπουργείο Παιδείας 100 και καταλήγουμε στους… 200», τονίζουν πανεπιστημιακοί.
«Κινδυνεύουμε με υπερχείλιση αιθουσών και αμφιθεάτρων», λέει ο πρύτανης του ΕΜΠ, Ανδρέας Μπουντουβής. Χαρακτηριστικό είναι ότι, με βάση τα πρόσφατα στοιχεία των ΑΕΙ, στην Ιατρική Αθηνών οι εισακτέοι από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις ήταν 165 και ο τελικός αριθμός που δέχθηκε η σχολή έφθασε τους 360, αύξηση 118,2%.
Αντίστοιχο πρόβλημα είχαν η Νομική Αθηνών (ο τελικός αριθμός φοιτητών ήταν 796, κατά 102,5% πάνω από τους αρχικούς 393), οι σχολές του ΕΜΠ – με πλέον επιβαρυμένη την πιο περιζήτητη, των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών: ο αρχικός αριθμός ήταν 184 και ο τελικός 279, αύξηση 71%. Ιδια κατάσταση για τις αντίστοιχες σχολές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το εξειδικευμένο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στην Ελλάδα, μέσω των ειδικών κατηγοριών εισακτέων ασκείται κοινωνική πολιτική. Το θέμα θα τεθεί στην επόμενη συνεδρίαση της Συνόδου Πρυτάνεων, ενόψει και του ορισμού των εισακτέων στα ΑΕΙ για το ακαδημαϊκό έτος 2023-2024, με αίτημα τον εξορθολογισμό της κατάστασης.
Συνολικά 12 είναι οι κατηγορίες εισακτέων που μπορεί να δεχθεί μια σχολή εκτός από εκείνους που εισάγονται μέσω Πανελλαδικών Εξετάσεων, ο αριθμός των οποίων ορίζεται ετησίως από το υπουργείο Παιδείας. Μεταξύ των 12 είναι οι από μετεγγραφή (με τέσσερις υποκατηγορίες), των παιδιών Ελλήνων του εξωτερικού, των αλλοδαπών-αλλογενών, των υποτρόφων, των αθλητών, μέσω των ειδικών εισιτηρίων εξετάσεων, μέσω της μεταφοράς θέσης από αντίστοιχα τμήματα ΑΕΙ. Η πολυπληθέστερη κατηγορία είναι των μετεγγραφών, από τα περιφερειακά προς τα κεντρικά ΑΕΙ.
«Η κατ’ εξαίρεση εισαγωγή των υποψηφίων αυτών στα ΑΕΙ αποφασίζεται για ειδικούς λόγους, όπως κοινωνικούς ή ακαδημαϊκούς ή εθνικούς», ανέφερε στέλεχος του υπουργείου Παιδείας. Ομως, την υπέρμετρη αύξηση των φοιτητών «πληρώνουν» οι περιζήτητες σχολές, που ασθμαίνουν για να διατηρήσουν το επίπεδο σπουδών. «Ο ανώτατος αριθμός εισακτέων, αυτός που επί χρόνια ζητεί το υπουργείο από τα ιδρύματα να του προτείνουν αλλά σταθερά τελικά τον αγνοεί, καθορίζει τη δυνατότητα της άρτιας εκπαίδευσης των φοιτητών, σημαντικό συστατικό της οποίας, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, είναι τα εργαστήρια. Οπως είναι προφανές, τα εργαστήρια απαιτούν φυσική παρουσία και δεν έχουν την ευχέρεια της όποιας υποκατάστασης μέσω τηλεκπαίδευσης ή άλλων μεθόδων», παρατηρεί
ο πρύτανης του ιδρύματος, Ανδρέας Μπουντουβής. «Ενα μέρος των μετεγγραφομένων στο ΕΜΠ έχουν κατά κανόνα έως και σοβαρές δυσκολίες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός εκπαιδευτικού προγράμματος επιπέδου “κανονικών” φοιτητών του ΕΜΠ, δηλαδή αυτών που μπαίνουν μέσω των Πανελλαδικών. Η κατάσταση αυτή οδηγεί στην αύξηση των ποσοστών αποτυχίας των φοιτητών σε εξετάσεις, όταν ο πήχυς τίθεται σε εύλογο επίπεδο, και συνακόλουθα στην αύξηση του μέσου χρόνου φοίτησης. Αλλιώς το εκπαιδευτικό πρόγραμμα πρέπει να αλλάξει επίπεδο, δηλαδή να χαμηλώσει. Αυτό θέλουμε;» προσθέτει.
Χαρακτηριστικά, οι εισακτέοι μέσω Πανελλαδικών Εξετάσεων στο ΕΜΠ το 2019, το 2020, το 2021 και το 2022 ήταν, αντίστοιχα, 1.092, 986, 1.010 και 1.001 ενώ το ίδρυμα είχε προτείνει στο υπουργείο 750. Με τις μετεγγραφές και άλλες ειδικές κατηγορίες, οι εισαχθέντες ανήλθαν σε 1.984 (το 2019), 1.784 (το 2020), 1.774 (το 2021) και 1.546 (2022). Δηλαδή, η αύξηση του τελικού αριθμού των φοιτητών λόγω της προσθήκης εκείνων από τις «άλλες κατηγορίες» κυμαίνεται τα τελευταία χρόνια από 82% το 2019 έως 55% το 2022.
Υπερδιπλάσιο αριθμό φοιτητών σε σχέση με όσους εισάγονται από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις καταλήγουν να έχουν και οι περιζήτητες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως η Ιατρική και η Νομική, στις οποίες οι αύξηση ξεπερνά το 100%. Επίσης, στο Τμήμα Ψυχολογίας οι 167 εισακτέοι από μετεγγραφές έφθασαν τους 300. Συνολικά, στο ίδρυμα οι εισακτέοι μέσω των Πανελλαδικών Εξετάσεων ήταν 6.020 και μέσω των άλλων κατηγοριών κατέληξαν σε 8.519, με μέση αύξηση 41,5%.
«Η πολιτεία εμφανίζεται να μας ζητάει υψηλό ακαδημαϊκό έργο, ωστόσο ο συνολικός αριθμός των φοιτητών μας ξεπερνά κατά πολύ εκείνον που η ίδια ορίζει ότι μπορούμε να εκπαιδεύσουμε. Πρόκειται για στρέβλωση. Στο ΕΚΠΑ έχουμε σοβαρό πρόβλημα, καθώς ο αριθμός των καθηγητών μας μειώνεται την ίδια στιγμή που αυξάνεται υπέρμετρα ο αριθμός των φοιτητών», παρατηρεί, μιλώντας
ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Θάνος Δημόπουλος.
«Η διαρκής απομείωση των μελών ΔΕΠ σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό των εισακτέων πέραν αυτών που εισάγονται μέσω των Πανελλαδικών Εξετάσεων, δημιουργεί πολλαπλές στρεβλώσεις στην καθημερινή λειτουργία της σχολής», τονίζει στην «Κ» ο κοσμήτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών, Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος. «Αντιλαμβάνομαι ασφαλώς την κοινωνική διάσταση του μέτρου. Ωστόσο να προστίθενται κάθε χρόνο 350 φοιτητές από τις δέκα και πλέον κατηγορίες στους αρχικούς 400 που εισάγονται με βάση τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, είναι δυσβάσταχτο, παρά τις μεγάλες προσπάθειες που κάνουμε όλοι για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Το ποσοστό των εισαγόμενων εκτός Πανελλαδικών θα πρέπει να μειωθεί δραστικά και άμεσα, διαφορετικά η κατάσταση θα γίνει προοπτικά μη διαχειρίσιμη», συμπληρώνει ο ίδιος.
Στο ΑΠΘ οι φοιτητές που εισάγονται στην Ιατρική με Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι 150-155 ετησίως. Σε αυτούς προστίθενται 35-40 φοιτητές της Στρατιωτικής Ιατρικής και 150-155 φοιτητές που εγγράφονται από 16 ειδικές κατηγορίες, δηλαδή, 350 συνολικά φοιτητές σε κάθε έτος σπουδών. Στη Νομική του ΑΠΘ από Πανελλαδικές εισάγονται 391 υποψήφιοι και καταλήγουν 562 (αύξηση 43,8%).
«Το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κάθε χρόνο ζητάει συνολικό αριθμό περίπου 1.000 φοιτητών σύμφωνα με τις επικρατούσες εκπαιδευτικές και υλικοτεχνικές συνθήκες και προκειμένου να διατηρείται μια καλή αναλογία διδασκομένων – διδασκόντων», λέει
ο πρύτανης του ιδρύματος, Δημήτρης Μπουραντώνης. Το ακαδημαϊκό έτος 2021-2022 αποφασίστηκε από το υπουργείο Παιδείας η εισαγωγή στο Οικονομικό (ΟΠΑ) 1.563 φοιτητών και το 2022-2023 η εισαγωγή 1.527 φοιτητών, δηλαδή κατά 50% πάνω από τον αριθμό που ζήτησε το ίδρυμα. Τελικά, ο αριθμός εισακτέων το 2021-2022 από 1.563 φοιτητές έφτασε τους 1.728, και το 2022-2023 από 1.527 τους 1.773. «Πάγιο αίτημα του ΟΠΑ είναι η μείωση του αριθμού εισακτέων προκειμένου να διατηρείται η ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου και να υπάρξει αναλογία διδασκόντων προς διδασκομένους, που θα ανταποκρίνεται στα διεθνή πρότυπα ποιότητας της εκπαίδευσης», υπογραμμίζει ο κ. Μπουραντώνης.
Πληροφορίες
αναφέρουν ότι η κατάσταση δεν θα αλλάξει καθώς το υπουργείο Παιδείας προσανατολίζεται να ορίσει αριθμό εισακτέων στα περυσινά επίπεδα. Για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 διατέθηκαν 68.394 θέσεις στα πανεπιστήμια, χωρίς τις περίπου 2.000 στις Σχολές Στρατού, Αστυνομίας, Πυροσβεστικής, Λιμενικού, Εμπορικού Ναυτικού. Βέβαια, ο αριθμός μπορεί να είναι λίγος αυξημένος λόγω της λειτουργίας δύο νέων τμημάτων, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Η σύνοδος πρυτάνεων
Το θέμα των επιπλέον εισακτέων στα κεντρικά ΑΕΙ θα τεθεί στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας κατά την επόμενη σύνοδο πρυτάνεων. «Απαιτείται εξορθολογισμός του αριθμού εισακτέων, με πιθανή ανακατανομή. Στόχος είναι να περιοριστεί ο αριθμός των κεντρικών ΑΕΙ και οι υπόλοιποι εισακτέοι να κατευθυνθούν στα περιφερειακά ΑΕΙ», παρατήρησε, μιλώντας ο πρύτανης του Ιόνιου Πανεπιστημίου και προεδρεύων της συνόδου Ανδρέας Φλώρος. Αλλωστε, σύμφωνα με τον κ. Μπουντουβή, «στις σχολές υψηλής ζήτησης και αντίστοιχων επιδόσεων των υποψηφίων, όπως στο ΕΜΠ, η ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα. Οι μετεγγραφές αντιβαίνουν στη στόχευση της ελάχιστης βάσης και συνιστούν κατάφωρη αδικία για εκείνους τους υποψηφίους που, λόγω της ελάχιστης βάσης, βρίσκονται εκτός των σχολών της προτίμησής τους παρότι έχουν καλύτερες επιδόσεις από άλλους που ευνοούμενοι από τις μετεγγραφές και τις λοιπές κατηγορίες καταλαμβάνουν θέσεις στις σχολές αυτές».
Χαλάει η αναλογία φοιτητών – καθηγητών
Κατά τη διεθνή πρακτική, κάθε πανεπιστήμιο ορίζει τον αριθμό των εισακτέων του, οι οποίοι γίνονται δεκτοί με εξετάσεις. Οι υποψήφιοι κάνουν αίτηση σε συγκεκριμένα ΑΕΙ χωρίς δυνατότητα μετεγγραφής σε άλλο. «Την ίδια στιγμή, κάθε πανεπιστήμιο διαθέτει και αριθμό υποτροφιών για υποψηφίους που πληρούν οικονομικά, κοινωνικά ή ακαδημαϊκά κριτήρια και θέλει το ΑΕΙ να τους κάνει δεκτούς», λέει
μεταφέροντας τη βρετανική εμπειρία, ο Βασίλης Λεοντίτσης, διδάσκων στο πανεπιστήμιο του Μπράιτον. Αντίθετα, στην Ελλάδα η ύπαρξη πολλών κατηγοριών υποψηφίων οδηγεί τις περιζήτητες πανεπιστημιακές σχολές που δέχονται τους επιπλέον υποψηφίους, να ζητούν αύξηση και του αριθμού των καθηγητών και της κρατικής χρηματοδότησής τους.
«Ζητάμε από το υπουργείο Παιδείας κατά τον ορισμό των νέων θέσεων διδασκόντων που κατανέμει στα ΑΕΙ, να λαμβάνει υπόψη και την αύξηση του αριθμού των φοιτητών από μετεγγραφές και άλλες κατηγορίες σε κάθε ίδρυμα», σημειώνει
ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του ιδρύματος Θάνος Δημόπουλος. Αλλωστε, οι ιδιαιτερότητες κάθε σχολής πρέπει να μετρούν.
«Η αναλογία διδασκόντων – διδασκομένων στην Ιατρική του Αριστοτελείου είναι 1:6. Δηλαδή είναι ίδια με την αναλογία στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Κολούμπια των ΗΠΑ και καλύτερη από την Οξφόρδη (1:10) και τη Σορβόννη (1:15). Ομως, είναι λάθος να συγκρίνουμε τους αριθμούς μιας Ιατρικής με τους μέσους όρους πανεπιστημίων. Στις ιατρικές σπουδές οι αναλογίες είναι –και πρέπει να είναι– διαφορετικές. Στο Ορεγκον, για παράδειγμα, η αναλογία είναι 1:1, στο Τόκιο 1:1,7. Να σημειώσω ότι στην Ιαπωνία υπάρχουν αρκετές ιατρικές σχολές όπου ο λόγος φοιτητών προς διδάσκοντες είναι 0,9. Η παγκόσμια ανεκτή αναλογία είναι 1:5, στην οποία στοχεύουμε κι εμείς», παρατηρεί
ο Κυριάκος Αναστασιάδης, πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ.
Πέραν του διδακτικού και ερευνητικού έργου των καθηγητών Ιατρικής υπάρχει και το κλινικό, που είναι ταυτόχρονα εκπαιδευτικό και νοσηλευτικό. Οπως προσθέτει ο κ. Αναστασιάδης, «γι’ αυτό προβλέπεται θεσμικά και το διπλό ακαδημαϊκό έργο των πανεπιστημιακών γιατρών, γι’ αυτό και τα δύο υπουργεία που μας εποπτεύουν. Εξ αυτού άλλωστε προκύπτει και η “δυσανάλογα” μεγαλύτερη ανάγκη πραγματικής υποστήριξης με ικανό προσωπικό του εκπαιδευτικού, ερευνητικού, κλινικού και επιτελικού ρόλου των ιατρικών σε σύγκριση με άλλες πανεπιστημιακές σχολές. Το μείζον πρόβλημα σήμερα είναι η απομείωση του αριθμού των μελών ΔΕΠ που δεν αναπληρώνονται από τις ελάχιστες θέσεις που εγκρίνει το υπουργείο. Και αντί να αυξήσει το υπουργείο τις θέσεις αυτές, μένουμε να διαπληκτιζόμαστε οι καθηγητές στη Σύγκλητο για το πώς θα μοιράσουμε τις ήδη λιγότερες θέσεις διδασκόντων από όσες έχουμε όλοι πραγματικά ανάγκη, ενώ την ίδια στιγμή καλούμαστε να συλλογιστούμε έναν νέο στρατηγικό σχεδιασμό του πανεπιστημίου».
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr