Εξέλιξη της Ελληνικής Οικονομίας: Προβλέψεις και Προκλήσεις για το 2025
Η απότομη αύξηση της αβεβαιότητας λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων, καθώς και το περιοριστικό περιβάλλον στο διεθνές εμπόριο, οδηγούν την παγκόσμια οικονομία σε περαιτέρω επιβράδυνση το τρέχον έτος. Αυτό επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόσφατη έκθεσή της, αναδεικνύοντας παράλληλα το ζήτημα του «επίμονου πληθωρισμού» που πλήττει την ελληνική οικονομία.
Στην έκθεση της για τη νομισματική πολιτική 2024-2025 που κατατέθηκε στη Βουλή, σημειώνεται ότι παρά την αύξηση της αβεβαιότητας, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το πρώτο τρίμηνο του 2025 είναι 2,2%, συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024. Η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, καθώς και οι εξαγωγές αγαθών ήταν οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή την ανάπτυξη, ενώ η συμβολή των εξαγωγών υπηρεσιών, των επενδύσεων και των εισαγωγών ήταν αρνητική. Ενθαρρυντικά είναι τα στοιχεία της απασχόλησης, καθώς το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα και η στενότητα στην αγορά εργασίας φαίνεται να αποκλιμακώνεται.
Αν και ο γενικός πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία επιμονής, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η αποκλιμάκωσή του σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, οι προβλέψεις για το 2025 δείχνουν μια αύξηση στο 2,5%. Αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στις αναμενόμενες αυξήσεις των αμοιβών εργασίας και των ενοικίων, καθώς και στις πιέσεις από την υψηλή τουριστική ζήτηση. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, αλλά η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι θα μειωθεί σημαντικά στο 2,2% έως το 2027, λόγω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει επιπλέον ότι:
*Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,3%, με υποχώρηση στο 2,0% το 2026 και οριακή επιτάχυνση στο 2,1% το 2027. Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υψηλότεροι από το μέσο όρο της ευρωζώνης, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς το μέσο επίπεδο της ΕΕ.
Κεντρικός παράγοντας της ανάπτυξης αναμένεται να είναι η κατανάλωση, η οποία, σε συνδυασμό με τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική αναβάθμιση. Οι άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ από την επιβολή δασμών θεωρούνται περιορισμένες, δεδομένου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σπουδαία αγορά για τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών. Αντίθετα, οι επιπτώσεις για την Ελλάδα θα προέλθουν κυρίως από τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης των χωρών της ευρωζώνης.
*Σχετικά με τις καταθέσεις, η Τράπεζα αναφέρει ότι η συνολική ετήσια αύξηση κατά 8,6 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024 δεν συνεχίστηκε το 2025, όπου καταγράφηκε σωρευτική μείωση κατά 4,9 δισεκατομμύρια ευρώ, με το απόθεμα των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα να διαμορφώνεται στα 198,4 δισεκατομμύρια ευρώ τον Απρίλιο του 2025. Η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα ενθάρρυνε τη μετατόπιση αποταμιευτικών πόρων προς εναλλακτικές επιλογές με καλύτερες αποδόσεις.
*Η κόστος τραπεζικού δανεισμού παρουσίασε πτώση το 2025, εναρμονιζόμενο με την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Ειδικότερα, το κόστος του δανεισμού για τις επιχειρήσεις μειώθηκε περισσότερο, ενώ για τα νοικοκυριά η πτώση ήταν πιο περιορισμένη, λόγω του μεγαλύτερου μεριδίου σταθερού επιτοκίου στα νέα δάνεια.
*Για την επίλυση των προκλήσεων που προκύπτουν από τις εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες και τις αβεβαιότητες του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος, προτείνονται σειρά μεταρρυθμίσεων και πολιτικών παρεμβάσεων:
– Η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους είναι επιτακτική και οφείλει να παραμείνει προτεραιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής. Η συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες είναι καθοριστική, ενώ η προώθηση πρόωρης αποπληρωμής των δανείων του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής θα συμβάλλει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους.
– Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν τη δημοσιονομική πολιτική φιλικότερη προς την ανάπτυξη. Επιδίωξη πρέπει να είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος, καθώς και η βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων δαπανών.
– Η έγκαιρη απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) είναι επίσης κρίσιμη για την επίτευξη των προσδοκώμενων ρυθμών αύξησης των επενδύσεων. Η αξιοποίηση αυτών των ευρωπαϊκών πόρων θα ενισχύσει την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας.
– Ένα αποτελεσματικό σύστημα χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης είναι επίσης σημαντικό, καθώς αυξάνει την κινητοποίηση αποταμιευτικών πόρων και συμβάλλει στην αποδοτικότερη κατανομή των δανειακών κεφαλαίων.
– Η εύρυθμη αγορά εργασίας και ένα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγή και την παραγωγικότητα, ανακατανέμοντας τους εργαζομένους σε αναπτυσσόμενους τομείς.
– Η αύξηση των επενδύσεων απαιτεί συνδυαστικά την αύξηση των αποταμιεύσεων, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης του τρίτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος και της προώθησης του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.
– Λαμβάνοντας υπόψη την εξάρτηση της Ελλάδας από τα ορυκτά καύσιμα, επιβάλλεται να γίνουν περισσότερες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αναβαθμιστεί το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Απαιτούνται δράσεις για τον περιορισμό του ενεργειακού κόστους, όπως η ενίσχυση ενεργειακών διασυνδέσεων και η αναθεώρηση της υψηλής φορολογίας της ενέργειας.