Εκπρόσωποι της αρχαιολογικής και μουσειακής κοινότητας σχολιάζουν το νομοσχέδιο για τη λειτουργία πέντε μεγάλων ιδρυμάτων.
Από το περασµένο Σάββατο που αναρτήθηκε στο opengov.gr και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού με το οποίο επιδιώκεται ο εκσυγχρονισμός πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας, έχει «μεταφορτωθεί» περίπου 200 φορές. Το νούμερο δεν είναι μικρό, αν σκεφτεί κανείς τον εξειδικευμένο χαρακτήρα του νομοσχεδίου. Και το πιθανότερο είναι ότι, μέχρι τις 28 Ιανουαρίου που θα ολοκληρωθεί η διαβούλευση, το νομοσχέδιο θα έχει συζητηθεί αρκετά από τους ενδιαφερόμενους.
Προτείνει εξάλλου μια σημαντική αλλαγή: το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, να αποκοπούν από τις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και να μετατραπούν σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτονομία και ευελιξία. Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι τα μουσεία θα κληθούν να λάβουν πρωτοβουλίες για την αύξηση των εσόδων τους, θα συνεργάζονται με ιδρύματα του εξωτερικού και θα ιδρύουν παραρτήματα, ενώ στους πόρους τους θα εντάσσονται πλέον και διεθνείς και ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, καθώς και δωρεές και χορηγίες. Ο γενικός διευθυντής που θα τα διοικεί θα προκύπτει έπειτα από διεθνή πρόσκληση και αξιολόγηση μιας ειδικής επιτροπής βάσει προσόντων, ενώ ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος των διοικητικών τους συμβουλίων θα διορίζονται με απόφαση του υπουργού πολιτισμού, και θα επιλέγονται από προσωπικότητες με συμβολή στον χώρο τους.
Πώς αντιλαμβάνεται τα παραπάνω ένας έμπειρος αρχαιολόγος; Για τον Βασίλη Λαμπρινουδάκη, ομότιμο καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η αλλαγή του νομικού καθεστώτος των μουσείων σημαίνει ότι αυτά θα μπορούν να ξεφύγουν από την κρατική γραφειοκρατία και να λειτουργήσουν πιο ευέλικτα· να αναλάβουν περισσότερες πρωτοβουλίες και να αναπτύξουν «μια νέα, δική τους ταυτότητα, που εκτός από την προστασία των εκθεμάτων, θα περιλαμβάνει και την καλύτερη προβολή τους στο κοινωνικό σύνολο»· θα μπορούν επίσης να κινηθούν καλύτερα οικονομικά μιλώντας, καθώς θα επιδιώκουν όχι μόνο την κρατική επιχορήγηση (που θα υπάρχει και στο νέο καθεστώς) αλλά και τη συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκά ή άλλα προγράμματα, καθώς και την προσέλκυση ιδιωτικών επιχορηγήσεων. «Το τελευταίο δεν σημαίνει ότι ιδιωτικοποιείται το πολιτιστικό απόθεμα των μουσείων, αλλά ότι θα υπάρχουν χρήματα για να ενεργοποιηθεί προς όφελος της κοινωνίας», παρατηρεί ο κ. Λαμπρινουδάκης και συμπληρώνει ότι για την εξασφάλιση ιδιωτικών κονδυλίων είναι απαραίτητη στα διοικητικά συμβούλια η παρουσία προσώπων με γνώση των οικονομικών και νομικών ζητημάτων.
Ο ίδιος θυμάται παρόμοιες συζητήσεις από τότε που ήταν μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, όταν τις υποστήριζε ένθερμα, όπως και τώρα, για έναν ακόμα λόγο: «Τα πέντε μουσεία», λέει ο Βασίλης Λαμπρινουδάκης, «είναι υπερτοπικά και το περιεχόμενό τους αφορά τον πολιτισμό όλης της χώρας. Ως υπερτοπικά λοιπόν, δεν έχουν άμεση σχέση με τη δουλειά που κάνουν οι Εφορείες Αρχαιοτήτων και μπορούν να μετατραπούν σε ΝΠΔΔ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα βρίσκονται υπό τον έλεγχο του υπουργείου – είναι σαφές ότι αυτός θα υπάρχει και στο νέο καθεστώς. Εχουμε εξάλλου και το παράδειγμα του Μουσείου της Ακρόπολης, που νομίζω ότι πήγαινε και πηγαίνει πολύ καλά».
Οι διοικητικές θέσεις
Ο Πέτρος Θέμελης στηρίζει επίσης τις προτάσεις του νέου νομοσχεδίου, το οποίο εκτιμά ότι θα προσφέρει οικονομική ανεξαρτησία και διαχειριστική αυτονομία στα μουσεία. Την ίδια στιγμή, λαμβάνοντας υπόψη του τους διαχρονικούς εγχώριους φόβους για την επιλογή των προσώπων που θα αναλάβουν τις διοικητικές θέσεις, ο κορυφαίος αρχαιολόγος τονίζει ότι «θα πρέπει να υπάρχει αξιοκρατία και διαφάνεια ως προς το ποιοι θα μπουν και γιατί». Ο κ. Θέμελης αξιολογεί ως θετικό το γεγονός ότι οι θητείες των διοικητικών οργάνων θα είναι τριετείς (με τη δυνατότητα να ανανεωθούν δύο φορές), καθώς έτσι θα αποφεύγεται η «μονιμότητα», ενώ προτείνει και το εξής: «Θα μπορούσε να υπάρχει ένα όριο ηλικίας για τις θέσεις των διευθυντών, για παράδειγμα τα 50 ή 60 έτη», λέει. «Είναι απαραίτητη μια ωριμότητα σε αυτές τις θέσεις –που στα συγκεκριμένα επαγγέλματα έρχεται λίγο αργότερα από ό,τι στις θετικές επιστήμες– εκτιμώ όμως ότι έπειτα από εννιά χρόνια, όταν οι διευθυντές θα φτάνουν 70 χρόνων, καλό θα ήταν να αποχωρούν».
Είτε όμως τεθούν ηλικιακά όρια, είτε όχι, άραγε δεν υπάρχει και το ενδεχόμενο να φτάσουν να διοικούνται τα μουσεία και από άτομα που, καθώς πλέον δεν θα προέρχονται από μια πολύχρονη επιστημονική διαδρομή, θα στερούνται του ανάλογου προφίλ; Οι ανησυχίες του αρχαιολόγου Κώστα Πασχαλίδη, επιμελητή αρχαιοτήτων της Προϊστορικής Συλλογής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, δεν απέχουν από το παραπάνω ερώτημα. Οπως θυμίζει, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος των διοικητικών συμβουλίων θα επιλέγονται «μεταξύ προσωπικοτήτων με συμβολή στον αντίστοιχο επαγγελματικό ή κοινωνικό χώρο». Το ίδιο ισχύει και για τα επόμενα τρία μέλη, ενώ μόνο τα δύο τελευταία προέρχονται από το υπουργείο.
«Πέντε από τους επτά ανθρώπους του διοικητικού συμβουλίου καλούνται με την ιδιότητα της “προσωπικότητας” να διοικήσουν, να αποφασίσουν επί εισηγήσεων και να εγκρίνουν μια σειρά από πράγματα, τα οποία μπορεί να είναι εσωτερικοί και εξωτερικοί δανεισμοί αρχαιοτήτων, μεταφορά ολόκληρων συλλογών σε παραρτήματα του εξωτερικού, ανταλλαγές αρχαιοτήτων, εκθεσιακή πολιτική, πειθαρχικά ζητήματα και ό,τι περιλαμβάνει η λειτουργία ενός μουσείου», λέει ο κ. Πασχαλίδης και συνεχίζει: «Το διοικητικό συμβούλιο του μουσείου του Λούβρου έχει κορυφαίους επιστήμονες ex officio και κορυφαίες προσωπικότητες, οι οποίες όμως αποτελούν τα 7 από τα 19 μέλη. Ανθρωποι που δεν έχουν εξειδικευμένη προϋπηρεσία και σπουδές, δεν συνιστούν πλειοψηφία, ενώ ο πρόεδρος του συμβουλίου και ο διευθυντής δεν είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα».
Προσθέτει τέλος και κάτι ακόμα: «Οταν μιλάμε για ίδρυση παραρτημάτων των μουσείων εντός και εκτός χώρας, τότε μιλάμε για τη μόνιμη εξαγωγή ολόκληρων συλλογών, έστω και όσων μπορεί να βρίσκονται στην αποθήκη ενός μουσείου. Ποιες χώρες έχουν ανάγκη από τέτοιες συλλογές;», αναρωτιέται ο κ. Πασχαλίδης. «Χώρες του πρώτου κόσμου που ήδη διαθέτουν μητροπολιτικά μουσεία με αρχαιολογικές συλλογές; Στο εσωτερικό, έχουμε ήδη 240 αρχαιολογικά μουσεία. Νομίζω λοιπόν ότι η ίδρυση παραρτημάτων γίνεται για να καταπραΰνει το εξωτερικό».
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr