Του Κώστα Ράπτη
Την Κυριακή, ενόψει της σημερινής επίσημης αναγνώρισης από την Ισπανία (και ταυτοχρόνως την Ιρλανδία και τη Νορβηγία) της Παλαιστίνης ως κράτους, ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Ισραέλ Κατς, ανήρτησε βίντεο των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου, με υπόκρουση φλαμένκο και την λεζάντα: “Σάντσεθ, η Χαμάς σε ευχαριστεί”. Η ισπανική κυβέρνηση χαρακτήρισε την ανάρτηση αυτή ως “σκανδαλώδη και αηδιαστική”.
Ωστόσο, ο Κατς έχει δίκιο – αλλά όχι με τον τρόπο που το εννοεί ο ίδιος.
Η σημερινή κίνηση των τριών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αποτελεί πράγματι απόρροια των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου και πολύ περισσότερο της ισραηλινής αντίδρασης κατά το επτάμηνο που ακολούθησε. Η καθημερινή κατανάλωση εικόνων φρίκης από μία περιοχή του κόσμου με μεγάλη (για λόγους γεωγραφικούς και ιστορικούς) “ορατότητα” φέρνει τις κοινωνίες της Δύσης αντιμέτωπες με μια ακραία εκδήλωση των αντιφάσεών τους. Πόσο μάλλον που το Ισραήλ δρα στο όνομα της Δύσης και αποτελεί δίχως αμφιβολία τον ευνοούμενό της.
Το αφήγημα που συγκεντρώνει τη διεθνή συναίνεση θέλει το Μεσανατολικό να αποτελεί μία “διαμάχη” με μακρά ιστορία η οποία οφείλει να τερματισθεί με μία συμφωνημένη “λύση δύο κρατών”, ήτοι με τον διαμοιρασμό της ιστορικής Παλαιστίνης ανάμεσα στο Ισραήλ και ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Το πώς στις συνθήκες απόλυτης ανισοτιμίας που διαμορφώνει η στρατιωτική κατοχή μπορεί να γίνεται λόγος για “συμφωνημένη λύση”, χωρίς έξωθεν παρέμβαση, αποτέλεσε βέβαια το “τυφλό σημείο” της διεθνούς συναίνεσης, το οποίο και εξηγεί γιατί η λύση παραμένει επί δεκαετίες ανέφικτη.
Όμως το αφήγημα των Ισραηλινών ιθυνόντων είναι κάτι ολότελα διαφορετικό: “παγώνει” τον χρόνο στην 7η Οκτωβρίου, μεταφράζοντας όλο το Μεσανατολικό σε “πρόβλημα τρομοκρατίας” – η οποία προφανώς προκύπτει διότι, ταυτολογικά, υπάρχουν τρομοκράτες. Η δε μάχη για την “εκρίζωσή” τους, που αποτελεί την μόνη απάντηση που επιτρέπουν οι συγκεκριμένες προκείμενες, μπορεί να συνεχίζεται αενάως, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι στη ρίζα του προβλήματος βρίσκεται το αίτημα αυτοδιάθεσης ενός λαού υπό κατοχή.
Η επί μακρόν διπλωματική διαχείριση του Μεσανατολικού αποκλειστικά από τις ΗΠΑ δημιούργησε μία κατάσταση κατά την οποία από τις αρχικές προτάσεις για μία “προσομοίωση δύο κρατών” (όπου στην παλαιστινιακή πλευρά προσφέρονταν θύλακες δίχως εδαφική συνέχεια και ουσιαστική κυριαρχία) οδηγηθήκαμε στην αόριστη επίκληση ενός “ορίζοντα επίλυσης” (που, όπως συμβαίνει με κάθε ορίζοντα, όσο τον πλησιάζεις, τόσο απομακρύνεται) για να καταλήξουμε στο σενάριο ενταφιασμού του παλαιστινιακού ζητήματος με τις “Συμφωνίες του Αβραάμ”, ήτοι την εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τους κυριότερους Άραβες γείτονές του χωρίς επίλυση της πολιτικής εκκρεμότητας. Στο εσωτερικό του Ισραήλ, πάλι, η πολιτική κυριαρχία ακροδεξιών δυνάμεων σήμανε τη ρητή αποκήρυξη κάθε προοπτικής εμφάνισης ενός παλαιστινιακού κράτους.
Με αυτή την έννοια, η ανάφλεξη της 7ης Οκτωβρίου υπήρξε επιτυχία της Χαμάς: απέδειξε ότι το παλαιστινιακό ζήτημα μπορεί να επιλυθεί ή να διαιωνίζεται κακοφορμίζοντας, αλλά όχι να “ενταφιασθεί”. Επτάμιση μήνες μετά, οι διάφορες κυβερνήσεις αισθάνονται, περισσότερο ή λιγότερο ειλικρινώς, την ανάγκη να επαναφέρουν τη συζήτηση στη “μεγάλη εικόνα”, προτείνοντας μια πολιτική διαδικασία που να καταλήγει σε μία “λύση δύο κρατών”. Μάλιστα για 142 κράτη-μέλη του ΟΗΕ η αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους δε νοείται πλέον ως η “συμφωνημένη” ευτυχής κατάληξη της ειρηνευτικής διαδικασίας, αλλά ως μέσο πίεσης για την εκκίνησή της, επί συμβολικώς ίσοις όροις.
Παραμένει ασφαλώς το ζήτημα ποιος πραγματικά εκπροσωπεί σε αυτή τη φάση τους Παλαιστινίους: η απαξιωμένη Παλαιστινιακή Αρχή ή οι οργανώσεις σαν την Χαμάς που επιμένουν στην ένοπλη δράση και δεν έχουν ρητά δηλώσει την ετοιμότητά τους να μοιραστούν την ιστορική Παλαιστίνη στο πλαίσιο μιας “λύσης δύο κρατών”; (Δεν είναι τυχαίες οι προσπάθειες αφενός της ρωσικής διπλωματίας να διευκολύνει την ενδοπαλαιστινιακή εθνική συμφιλίωση και της τουρκικής να ρυμουλκήσει την Χαμάς σε μία ανοικτή αποδοχή της λύσης δύο κρατών).
Σε ένα περιβάλλον στο οποίο, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκαλύπτεται όλο και πιο διχασμένη επί του ζητήματος, εξω-ευρωπαϊκές παρεμβάσεις υπενθυμίζουν ηχηρά την αλλαγή των παραμέτρων που συντελείται τους τελευταίους μήνες.
Από τη μία πλευρά, η Κίνα διαμηνύει ότι η ένοπλη αντίσταση αποτελεί δικαίωμα κατοχυρωμένο από το διεθνές δίκαιο και ότι το “δικαίωμα ύπαρξης” κατεξοχήν διακυβεύεται στην περίπτωση του κατεχόμενου παρά του κατέχοντος.
Από την άλλη, η Σαουδική Αραβία (εισηγητής το μακρινό 2002 στον Αραβικό Σύνδεσμο του αναπάντητου “Σχεδίου Αμπντουλλάχ” για συνολική εξομάλυνση των σχέσεων των χωρών της περιοχής με το Ισραήλ υπό τον όρο ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους) τόνισε δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών ότι “δεν αντιστοιχεί στο Ισραήλ να αποφασίσει εάν οι Παλαιστίνιοι έχουν ή όχι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Είναι απολύτως αναγκαίο να αποδεχθεί το Ισραήλ ότι δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς την ύπαρξη και ενός παλαιστινιακού κράτους”.
Αίφνης, το “δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ” αντί για “λευκή επιταγή” σε σχέση με τις προβλέψεις του διεθνούς και του ανθρωπιστικού δικαίου, μετατρέπεται σε “δικαίωμα υπό προϋποθέσεις” ή “δικαίωμα προς αναγνώριση” στο πλαίσιο μιας πραγματικά συμφωνημένης λύσης. Αυτή η αλλαγή ρητορικής δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί.
πηγη:capital