Δολοφονία και όχι αυτοκτονία θεωρείται, πλέον, ο θάνατος της Έλεν Γκρίνμπεργκ, συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι αρχές 14 χρόνια μετά.
Το πρωί της 26ης Ιανουαρίου 2011, η Σάντι Γκρίνμπεργκ μίλησε με την κόρη της για τελευταία φορά. «Σ’ αγαπώ», είπε η Έλεν στο τηλέφωνο. Ήταν 27 ετών. «Σε αγαπώ περισσότερο», είπε η μητέρα της και πήγαν και οι δύο στη δουλειά. Εκείνο το απόγευμα η Έλεν επέστρεψε στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον σύντροφό της, Σαμ Γκόλντμπεργκ. Λίγες ώρες αργότερα ο Σαμ κάλεσε το 911 για να πει ότι βρήκε την Έλεν στο πάτωμα της κουζίνας και «το αίμα ήταν παντού». Παρά τα 20 τραύματα από μαχαίρι και τους 11 μώλωπες, ο θάνατος της Έλεν Γκρίνμπεργκ αντιμετωπίστηκε ως αυτοκτονία. Η Έλεν ήταν μια 27χρονη δασκάλα. Αν και οι αρχές θεωρήσαν από την αρχή την υπόθεση ως αυτοκτονία, οι γονείς της επέμεναν- όλα αυτά τα χρόνια- ότι είχε δολοφονηθεί και αγωνίστηκαν για να αλλάξει η απόφαση.
Τώρα, μετά από χρόνια έρευνας, πολλών αγωγών και μιας διαδικτυακής αίτησης που συγκέντρωσε πάνω από 166.000 υπογραφές, ο παθολόγος που εξέτασε τη σορό, υπέγραψε ένα έγγραφο την Παρασκευή (31/1) υποστηρίζοντας ότι αφού εξέτασε νέα στοιχεία για την υπόθεση, δεν πιστεύει ότι η Γκρίνμπεργκ αυτοκτόνησε. Οι γονείς της Γκρίνμπεργκ είχαν προχωρήσει σε αγωγές κατά των αρχών και τώρα, μετά την απόφαση, κατέληξαν σε συμφωνία και στις δύο αγωγές, σύμφωνα με έναν από τους δικηγόρους της οικογένειας. Οι Γκρίνμπεργκ ζητούσαν αποζημίωση καθώς έλεγαν ότι υπήρχε «συνωμοσία για συγκάλυψη στη δολοφονία της Έλεν».
Τι υποστήριζαν το 2011 και τι άλλαξαν τώρα, 14 χρόνια μετά
Η εκπρόσωπος της πόλης της Φιλαδέλφειας Άβα Σβέμλερ είπε ότι ενώ οι αξιωματούχοι της πόλης δεν παραδέχονται την ευθύνη, οι Γκρίνμπεργκ θα λάβουν χρηματική πληρωμή, το ποσό της οποίας θα αποκαλυφθεί αργότερα, και το Ιατροδικαστικό Γραφείο της πόλης θα επανεξετάσει την υπόθεση της Έλεν Γκρίνμπεργκ. «Είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι. Ποτέ στα πιο τρελά μου όνειρα δεν πίστευα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο», είπε η μητέρα της Γκρίνμπεργκ, Σάντι, τηλεφωνικά στο CNN αφού έμαθε για την αλλαγή της απόφασης του Δρ. Όσμπορν.
Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για αυτό που ήθελαν οι γονείς της Γκρίνμπεργκ από το 2011: μια ποινική έρευνα για τον θάνατο της κόρης τους. «Για αυτό αγωνίστηκαν», είπε ο Γουίλ Τρασκ, ένας από τους δικηγόρους τους. Ο δικηγόρος του Όσμπορν, Μαρκ Μπάιλκιν, αρνήθηκε να σχολιάσει όταν το CNN επικοινώνησε μαζί του.
Στις 26 Ιανουαρίου 2011, στις 6:30 μ.μ., ο αρραβωνιαστικός της Γκρίνμπεργκ, Σαμ Γκόλντμπεργκ, τηλεφώνησε στο 911 και είπε: «Μόλις μπήκα στο διαμέρισμά μου. Η αρραβωνιαστικιά μου είναι στο πάτωμα με αίματα παντού». Πέρασαν πάνω από δύο λεπτά πριν ο Γκόλντμπεργκ αναφέρει για πρώτη φορά πως «ένα μαχαίρι είναι στο στήθος της Έλεν. Μαχαίρωσε τον εαυτό της».
Την επόμενη μέρα, ο Δρ. Όσμπορν εξέτασε τη σορό και σημείωσε τα πολλά τραύματα από μαχαίρι, καθώς και τους μώλωπες (άλλοι πρόσφατοι και άλλοι πιο παλιοί). Γράφοντας ότι «μαχαιρώθηκε από άλλο άτομο», έκρινε την υπόθεση ως ανθρωποκτονία. Όμως η αστυνομία της Φιλαδέλφειας αντιμετώπισε τον θάνατο ως αυτοκτονία από την αρχή. Οι ερευνητές ήταν τόσο πεπεισμένοι ότι η Έλεν είχε αυτοκτονήσει που καθάρισαν την σκηνή χωρίς να καλέσουν την αρμόδια ομάδα για να συλλέξει τα στοιχεία που απαιτούνταν.
Η αστυνομία επέμενε στο σενάριο της αυτοκτονίας, εν μέρει επειδή η Έλεν ήταν μόνη όταν πέθανε. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, σύμφωνα με τις καταθέσεις. Επίσης, σύμφωνα με τις αρχικές αναφορές έδειξαν ότι ο αρραβωνιαστικός της συνοδευόταν από έναν φύλακα ενώ άνοιγε την πόρτα με δύναμη. Ο Όσμπορν είχε αναφέρει στην κατάθεσή του πως η 27χρονη «ήταν μόνη στο διαμέρισμα, χωρίς ίχνη παραβίασης και δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος να μπει κανείς εκεί. Τίποτα δεν συνηγορεί στο γεγονός ότι κάποιος άλλος ήταν εκεί».
Μετά από συνεννόηση με αξιωματούχους επιβολής του νόμου, ο Όσμπορν τροποποίησε το πιστοποιητικό θανάτου σε «αυτοκτονία». Επισήμως, η Έλεν Γκρίνμπεργκ είχε αυτοκτονήσει. Αλλά οι γονείς της δεν δέχτηκαν αυτή την απόφαση και άρχισαν να συλλέγουν στοιχεία μιλώντας με ειδικούς.
«Παλέψαμε πολύ για να αποδοθεί δικαιοσύνη για την κόρη μας»
Ο παθολόγος Σίριλ Γουέχτ είπε ότι η υπόθεση ήταν «πολύ ύποπτη» χαρακτηρίζοντάς τη ως ανθρωποκτονία. Επίσης, ένας ερευνητής εγκλημάτων υποστήριξε ότι φαίνεται πως το σώμα της Γκρίνμπεργκ είχε μετακινηθεί. Και ένας άλλος παθολόγος, ο Γουέιν Ρος, τόνισε πως υπήρχε αιμορραγία στους μύες του λαιμού της θεωρώντας ότι αποτελούσε ένδειξη για στραγγαλισμό, γράφοντας ότι οι διάφοροι μώλωπες στο σώμα της «συνάδουν με έναν επαναλαμβανόμενο ξυλοδαρμό». Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για την πόρτα του διαμερίσματος, η Μελίσα Γουάιρ, που διαχειριζόταν την πολυκατοικία όπου έμενε η Γκρίνμπεργκ, είπε στο CNN ότι η κλειδωμένη πόρτα δεν αποδείκνυε ότι η Γκρίνμπεργκ είχε κλειδώσει από μέσα. Ήταν πιθανό, είπε, ότι το μάνταλο να ταλαντεύτηκε μόνο του ως αποτέλεσμα στο ότι η πόρτα έκλεινε. «Μου είχε συμβεί κι εμένα», είπε.
Τον περασμένο Νοέμβριο, ο Γκόλντμπεργκ έκανε μια δήλωση στο CNN σχολιάζοντας «τις αξιοθρήνητες και απεχθείς απόπειρες να βεβηλωθεί η φήμη μου βγάζοντας ψέματα και στρεβλώνοντας την αλήθεια». Πριν από δύο εβδομάδες, ένας δικαστής εξέδωσε μια απόφαση που θα επέτρεπε τη δεύτερη αγωγή των Γκρίνμπεργκ να πάει σε δίκη ενόρκων. Η τωρινή δήλωση του Όσμπορν ανέφερε ότι άλλαξε γνώμη γιατί υπήρχαν «πρόσθετες πληροφορίες» που είχε λάβει από τότε, με αποτέλεσμα να βγάλει το τροποποιημένο πιστοποιητικό θανάτου. «Γνωρίζω τώρα ότι υπάρχουν πληροφορίες που αμφισβητούν, για παράδειγμα, τις μαρτυρίες για το εάν ο αρραβωνιαστικός της Έλεν μπήκε στο διαμέρισμα με τον φύλακα στις 26 Ιανουαρίου 2011 και αν η πόρτα άνοιξε με το ζόρι».
Επιπλέον, νευροπαθολόγος, είπε σε μια κατάθεση του 2021 ότι η Γκρίνμπεργκ είχε μαχαιρωθεί στο πίσω μέρος του λαιμού της αφού πέθανε. Αργότερα υπέβαλε μια δήλωση στην οποία άλλαξε την άποψή της, λέγοντας ότι θα μπορούσαν να υπήρχαν άλλες εξηγήσεις. Τώρα, εφόσον υπήρξε συμβιβασμός με τον Όσμπορν, οι κατηγορούμενοι είναι δύο: ο Σαμ Γκουλίνο, ο πρώην επικεφαλής ιατροδικαστής της πόλης και ο αστυνομικός Τζον ΜακΝέιμι. Και οι δύο αρνήθηκαν ότι διέπραξαν αδικήματα στην υπόθεση.
«Οι Γκρίνμπεργκ παλεύουν για αυτό εδώ, 14 χρόνια. Είναι εξαντλημένοι. Έδωσαν τη σύνταξή τους σε αυτή την υπόθεση. Είναι έτοιμοι για να την κλείσουν. Το μόνο που ήθελαν ήταν να παραδεχτεί ο Όσμπορν ότι έκανε λάθος και ότι η κόρη τους δεν αυτοκτόνησε. Και αυτό κατάφεραν» τόνισε ένας από τους δικηγόρους της οικογένειας. «Παλέψαμε πολύ για να το πετύχουμε, για να αποδοθεί δικαιοσύνη για την κόρη μας. Και το κάναμε» είπε ο πατέρας της.