Νέο άρθρο της βρετανικής εφημερίδας Telegraph αναφέρεται εκτενώς στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα με τον δημοσιογράφο Daniel Hannan να επιχειρηματολογεί ενάντια στην αξίωση της χώρας μας για επιστροφή.
«Αν το Βρετανικό Μουσείο χάσει τα Γλυπτά του, ο εθνικισμός θριαμβεύει επί της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Οι ζωφόροι αποκτήθηκαν νόμιμα από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η αγνόηση της νόμιμης ιδιοκτησίας τους για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας θα δημιουργήσει ένα επικίνδυνο προηγούμενο» αναφέρει μεταξύ άλλων.
Σύμφωνα με το άρθρο «το Βρετανικό Μουσείο ήταν το πρώτο δημόσιο ίδρυμα που χρησιμοποίησε το πρόθεμα “βρετανικό”. Ωστόσο, ποτέ δεν είδε την αναφορά του ως εθνική». Ο αρθρογράφος αναφέρει πως σχεδιάστηκε εξαρχής ως εγκυκλοπαιδικό, ως ένας χώρος με εκθέματα από κάθε πολιτισμό και ήπειρο.
«Αυτός ο οικουμενισμός ήταν πιο ασυνήθιστος από ό,τι νομίζετε. Επισκεφθείτε τα εθνικά μουσεία της Βουδαπέστης, της Κοπεγχάγης ή της Πράγας και θα βρείτε ιδρύματα που δημιουργήθηκαν για να αφηγηθούν την ιστορία ενός συγκεκριμένου έθνους. Τα νεότερα ιδρύματα είναι συχνά ακόμη πιο στοχευμένα όσον αφορά στον εθνοτικό τους ταυτοτισμό. Πηγαίνετε, για παράδειγμα, στην Ουάσινγκτον και θα βρείτε, μεταξύ άλλων, ένα Εθνικό Μουσείο Αμερικανών Ινδιάνων, ένα Μουσείο Κινέζων Αμερικανών και ένα Εθνικό Μουσείο Αφροαμερικανικής Ιστορίας και Πολιτισμού. Αλλά η Βρετανία του 18ου αιώνα, σίγουρη για την ταυτότητά της, στόχευε ευρύτερα. Όπως το έθεσε ο Neil MacGregor, διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου από το 2002 έως το 2015: “Το μουσείο παραμένει ένα μοναδικό αποθετήριο των επιτευγμάτων της ανθρώπινης προσπάθειας και δεν υπάρχει πολιτισμός, στο παρελθόν ή στο παρόν, που να μην εκπροσωπείται εντός των τειχών του. Είναι πραγματικά η μνήμη της ανθρωπότητας”.
Αυτό, εν ολίγοις, είναι το επιχείρημα για τη διατήρηση διαφόρων αμφισβητούμενων έργων εδώ. Αν βλέπετε τα μουσεία ως όπλα στο πατριωτικό σας οπλοστάσιο, θα μπορούσατε να έχετε πολλούς καβγάδες σχετικά με το σε ποιον ανήκει τι. Αλλά οι άνθρωποι που είναι πιο πρόθυμοι να χαρίσουν επιλεγμένα κειμήλια τείνουν, σε άλλα πλαίσια, να απεχθάνονται τον εθνικισμό, επισημαίνοντας ότι υπάρχει κάτι τέτοιο όπως η κοινή ανθρώπινη κληρονομιά».
Κριτήριο πού θα τα φροντίσουν καλύτερα
Σύμφωνα με τον Hannan το ερώτημα όταν εξετάζουμε το μέλλον οποιουδήποτε αντικειμένου δεν θα πρέπει να είναι: «Ποιος διεκδικεί γεωγραφικό ή γενετικό δεσμό με τον δημιουργό του;» , αλλά αντίθετα, τα ερωτήματα θα πρέπει να είναι:
- «Πού θα φροντιστεί πιο προσεκτικά;
-Πού μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα τον πολιτιστικό του αντίκτυπο;
- Πού είναι προσιτό σε ειδικούς και μελετητές;
- Πού θα βρεθεί ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων που θα έχει τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση να το δει;»
Η σύγκριση της Στήλης της Ροζέτα με τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Στη συνέχεια αναφέρεται αμιγώς στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα. Μιλάει για «φήμες για συμφωνία με την Ελλάδα» και υπερθεματίζει την πρόσφατη θέση που έλαβε η Βρετανίδα υπουργός Πολιτισμού, Μισέλ Ντόνελαν.
«Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την Στήλη της Ροζέτας, που λέγεται ότι είναι το αντικείμενο με τις περισσότερες επισκέψεις στο μουσείο και επί του παρόντος το επίκεντρο μιας έκθεσης για την αποκάλυψη των ιερογλυφικών. Δεν είναι ένα αντικείμενο ομορφιάς. Το ενδιαφέρον για αυτήν είναι πνευματικό. Καταγράφει τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις που διατάχθηκαν κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Ε’ σε τρεις γλώσσες, τα ελληνικά που μιλούσαν οι ίδιοι οι Πτολεμαίοι, τη δημοτική αιγυπτιακή και την αρχαία αιγυπτιακή ιερογλυφική».
Σημειώνεται πως η Στήλη της Ροζέττας είναι μια πέτρινη πλάκα που προέρχεται από τον ναό του Πτολεμαίου Ε’ του Επιφανούς και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Με αυτό το σκεπτικό o δημοσιογράφος κάνει την σύγκριση: «Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει μια αίτηση που απαιτεί την επιστροφή της Στήλης στην Αίγυπτο. “Η Στήλη της Ροζέτας ήταν αναμφισβήτητα λάφυρο πολέμου και πράξη λεηλασίας”, λένε. “Η παρουσία αυτών των τεχνουργημάτων στο Βρετανικό Μουσείο μέχρι σήμερα υποστηρίζει τις αποικιοκρατικές προσπάθειες πολιτιστικής βίας του παρελθόντος” προσθέτουν. Οι Βρετανοί πράγματι απέκτησαν την πέτρα ως λάφυρο πολέμου από τους Γάλλους. Ο Ναπολέων, νεαρός τότε στρατηγός, είχε εισβάλει στην Αίγυπτο για να προσπαθήσει να κόψει τη σύνδεση της Βρετανίας με την Ινδία. Το καλοκαίρι του 1799, ενώ ανοικοδομούσαν ένα παλιό φρούριο κοντά στο χωριό Ρασίντα (ή Ροζέτα), οι Γάλλοι στρατιώτες βρήκαν την Στήλη. Όταν οι Βρετανοί τους έδιωξαν από τη χώρα λίγο αργότερα, το πήραν ως μέρος των όρων παράδοσης. Ο Γάλλος διοικητής διαμαρτυρήθηκε οργισμένα. “Jamais on n’a pillé le monde!” φώναξε, δηλαδή ποτέ ο κόσμος δεν είχε λεηλατηθεί τόσο πολύ. Πού έγκειται η σημασία της Στήλης της Ροζέτας;
Οι γλώσσες που είναι χαραγμένες πάνω της, και η κοσμοθεωρία που εκφράζουν, είναι εξίσου ξένες για τους αραβόφωνους Αιγύπτιους μουσουλμάνους όσο και για εμάς. Ούτε, κατά πάσα πιθανότητα, η πλάκα είχε ποτέ ιδιοκτήτη: ήταν ένας πίνακας ανακοινώσεων, που πετάχτηκε μόλις εξυπηρέτησε τη λειτουργία του και ανακαλύφθηκε στα συντρίμμια. Αλλά ακόμη και αν τα παραμερίσουμε όλα αυτά, η σημασία της είναι μάλλον για την αιγυπτιολογία παρά για την Αίγυπτο. Έχει ενδιαφέρον για τον κόσμο των γλωσσών, της αρχαιολογίας, της αρχαίας ιστορίας».
Στη συνέχεια ο δημοσιογράφος καλεί «να εφαρμόσουμε τώρα το ίδιο τεστ στα Γλυπτά του Παρθενώνα». Αφού εξαίρει την ομορφιά και την αξία τους σημειώνει πως «ακριβώς λόγω της ομορφιάς τους, η αφαίρεσή τους ήταν εξαρχής αμφιλεγόμενη».
«Πολλοί επικριτές συμμερίζονταν την αποστροφή του Λόρδου Μπάιρον για την “άσκοπη και άχρηστη παραμόρφωση”» αναφέρει και συνεχίζει το σχόλιό του με το κομβικό ζήτημα της ιδιοκτησίας.
«Το ζήτημα της νόμιμης ιδιοκτησίας είναι απλό. Το Βρετανικό Μουσείο αγόρασε τη συλλογή από τον Λόρδο Έλγιν, ο οποίος την είχε αποκτήσει με την άδεια των αρχών. Ο Έλγιν δεν σκόπευε να αφαιρέσει τα Γλυπτά. Αντίθετα, ήθελε να τα σκιαγραφήσει και να τα μετρήσει. Άλλαξε όμως γνώμη όταν είδε περαστικούς να τα μεταφέρουν με καρότσια. “Η τουρκική κυβέρνηση δεν τους έδινε καμία σημασία”, δήλωσε σε κοινοβουλευτική επιτροπή. “Κάθε ταξιδιώτης που ερχόταν πρόσθετε στη γενική παραμόρφωση των αγαλμάτων που βρίσκονταν στην εμβέλειά του”, είπε ακόμη. Ακόμα χειρότερα: “Οι Τούρκοι παραμόρφωναν συνεχώς τα κεφάλια και σε ορισμένες περιπτώσεις γκρέμιζαν τα αγάλματα για να τα μετατρέψουν σε κονίαμα”».
Σχολιάζει πως ναι μεν το Μουσείο της Ακρόπολης είναι εντυπωσιακό, και απολαυστικό να βλέπεις τα εκθέματα ενώ φαίνεται η Ακρόπολη μέσα από τα παράθυρα, ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, και το Βρετανικό Μουσείο στεγάζει τη συλλογή του υπέροχα και είναι από τα πιο επισκέψιμα μέρη στον κόσμο.
Ελληνική ταυτότητα
Κατόπιν το άρθρο ερμηνεύει κατά το δοκούν τα περί ελληνικότητας του Γλυπτών.
«Τι γίνεται με τον ισχυρισμό ότι τα Γλυπτά είναι μέρος του τι σημαίνει να είσαι Έλληνας; Έτυχε η ελληνική ανεξαρτησία να έρθει λίγα χρόνια μετά την αφαίρεσή τους, και οι ηγέτες της, ιδίως υπό τη βαυαρική μοναρχία, προσπάθησαν να συνδέσουν την εθνική τους ταυτότητα με την εποχή των πόλεων-κρατών. Ο Παρθενώνας είχε γίνει, μέχρι τότε, εκκλησία, τζαμί και οπλοστάσιο, αντανακλώντας την ταραχώδη ιστορία της ίδιας της χερσονήσου. Η σύγχρονη ελληνική δημοκρατία δεν είναι με καμία νομική έννοια κληρονομιάς του πολιτεύματος του Δημοσθένη. Ούτε υπάρχει προγονική αξίωση. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας και ιστορικός Κωνσταντίνος Ζ΄ μας λέει ότι, στις μέρες του, ολόκληρη η περιοχή είχε “κατακλυστεί από Σλάβους και είχε χαθεί από τον πολιτισμό”. Αλλά ακόμη και αν ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορούσε να αποδείξει την άμεση γενεαλογική του καταγωγή από τον γλύπτη Φειδία, τι έγινε;
Η έννομη τάξη μας βασίζεται στην έννοια της ιδιοκτησίας. Αν οι παππούδες σας είχαν αγοράσει το σπίτι σας από τους παππούδες μου, δεν θα είχα κανένα δικαίωμα να σας διώξω. Η συλλογική ιδιοκτησία δεν αρνείται απλώς την ελεύθερη σύμβαση, είναι αναγκαστικά διφορούμενη. Όπως το θέτει η Tiffany Jenkins στο θαυμάσια τεκμηριωμένο βιβλίο της, Keeping Their Marbles: “Τα γλυπτά βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο εδώ και δύο αιώνες: τα επισκέπτονται, γράφουν για αυτά, διαφωνούν, τα σκιτσάρουν, τα ζωγραφίζουν, αναφέρονται σε κοινοβουλευτικές συζητήσεις και πάνω απ’ όλα τα σέβονται. Σίγουρα, σύμφωνα με τη λογική των πολιτικών ταυτότητας, αποτελούν επίσης μέρος της βρετανικής ιστορίας;”
Οι ισχυρισμοί περί κοινής ιδιοκτησίας αρνούνται την πραγματική ιδιοκτησία. Υψώνουν το συλλογικό πάνω από το ατομικό και μας κατηγοριοποιούν ανά ομάδα συχνά αυθαίρετα. Πριν από ένα χρόνο, πέρασα ώρες σε μια έκθεση με αντικείμενα από το Περού, σε μεγάλο βαθμό προ-ινκαϊκά, στο Βρετανικό Μουσείο, παρατηρώντας έναν ξένο κόσμο με ανθρωποθυσίες, παραισθησιογόνα και την αντίληψη του χρόνου ως ένα ενιαίο κομμάτι, όπου το παρελθόν και το μέλλον ήταν ψευδαισθήσεις. Ήταν η εμπειρία μου διαφορετική επειδή τυχαίνει να έχω γεννηθεί στο Περού; Όχι ακριβώς», καταλήγει.
Τέλος εκφράζει την άποψη πως μέρος του σκοπού των μουσείων είναι να μας ενθουσιάζουν με το άγνωστο, γι’ αυτό και οι περουβιανές αρχές ήταν τόσο ευτυχείς που διοργάνωσαν την έκθεσή τους στο Λονδίνο. «Οι πραγματικοί οπαδοί των Μουσών, από τις οποίες τα μουσεία πήραν το όνομά τους, θα πρέπει να αισθάνονται το ίδιο» σημειώνει.
ΠΗΓΗ:lifo.gr