Το πρόβλημα με τα ακίνητα του Δημοσίου που κατέχονται από ιδιώτες είναι γνωστό στην ελληνική πολιτεία για πολλά χρόνια, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτό παρά μόνον όταν βγήκε στην επιφάνεια με την έναρξη των πρώτων πιλοτικών προγραμμάτων κτηματογράφησης στα αστικά κέντρα, μεταξύ των οποίων στις αστικές περιοχές όπως ήταν τα Βριλήσσια, η Καλαμαριά, οι Σέρρες κ.ά., αλλά και σε αγροτικές περιοχές. Τότε, κατά την περίοδο της συλλογής των πρώτων δηλώσεων ιδιοκτησίας 1999-2002 φάνηκαν τα πρώτα προβλήματα όταν το Δημόσιο άρχισε να δηλώνει μαζικά ως ιδιοκτησία του διάφορες εκτάσεις οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς του ανήκαν σε ανταλλάξιμους μουσουλμάνους ή είχαν δοθεί σε ακτήμονες κατά τις διανομές του 1930-1938 χωρίς να έχουν εκδοθεί τίτλοι ιδιοκτησίας όπως π.χ. σε Συκιά Χαλκιδικής, Κορδελιό Θεσσαλονίκης κ.α.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης, τα ακίνητα αυτά περιήλθαν νόμιμα στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου ακόμη και αν δεν τα κατείχε ούτε ασκούσε οποιαδήποτε υλική πράξη νομής επ’ αυτών. Τα ακίνητα αυτά ήταν πολλά, βρίσκονταν μέσα στον αστικό ιστό, εντός σχεδίου, για τα περισσότερα είχαν εκδοθεί οικοδομικές άδειες και είχαν ανεγερθεί πολυώροφες οικοδομές, είχαν χορηγηθεί δάνεια για την αγορά των διαμερισμάτων, πληρώθηκαν φόροι μεταβίβασης, ΕΝΦΙΑ, φόροι κληρονομιάς, γονικής παροχής, ζουν οικογένειες μέσα.
Με το άρθρο 4 του ν. 3127/2003 επιχειρήθηκε να λυθεί το πρόβλημα, όμως αυτό δεν εμπόδισε το Δημόσιο να ασκήσει αγωγές διεκδικώντας από τους κατόχους τους αυτά τα ακίνητα, βάζοντας κυριολεκτικά θεμέλιο στην ολοκλήρωση του κτηματολογίου. Αυτή τη στιγμή, χιλιάδες αγωγές του Δημοσίου κατά ιδιωτών που δικαιώθηκαν κατά τις πρώτες εγγραφές, εκκρεμούν στα πρωτοδικεία όλης της χώρας όπου το ελληνικό Δημόσιο διεκδικεί τα ακίνητα τα οποία είχε αγνοήσει επί σχεδόν 100 χρόνια. Μην ξεχνάμε ότι δεν τρέχει χρησικτησία κατά του Δημοσίου παρά μόνον κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου επιχειρείται να δοθεί λύση σε αυτόν τον παραλογισμό που δημιουργήθηκε με ευθύνη του κράτους και αποτελεί τροχοπέδη στην ομαλή ολοκλήρωση του κτηματολογίου. Οι διατάξεις του κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, φαίνεται ότι έχει γίνει μια σοβαρή δουλειά και δίνονται λύσεις σε σειρά από προβλήματα. Χρειάζεται, βέβαια, νομοτεχνικές βελτιώσεις τις οποίες θα τις βρούμε μπροστά μας όπως συνέβη και με το άρθρο 4 του ν. 317/2003 και μπορούν να διορθωθούν στο στάδιο της διαβούλευσης. Θα ήθελα να επισημάνω δύο, τις οποίες θεωρώ σημαντικές.
Η πρώτη αφορά το άρθρο 15 παρ. 1 ότι το Δημόσιο απέχει από την άσκηση αγωγών, αλλά δεν προβλέπει τίποτα για τις εκκρεμείς αγωγές ή αυτές για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση. Θα πρέπει να υπάρχει ρητή πρόβλεψη πως καταργούνται αυτές οι αγωγές.
Η δεύτερη αφορά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2, η οποία εξαιρεί από την εξαγορά ακίνητα των οποίων κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση ή έχει επιβληθεί ρυμοτομία. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 88 του ν. 4759/2020, σύμφωνα με το οποίο η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδίκαια χωρίς καμία διαπιστωτική πράξη της διοίκησης αν παρέλθει 15ετία από την επιβολή και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπαγόμενο ακίνητο το οποίο σύμφωνα με τον νόμο δεν τελεί υπό ανακληθείσα απαλλοτρίωση ή ρυμοτομία λόγω παρόδου του χρόνου.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr