Ανακοίνωση της Κυβέρνησης Τραμπ για την Τζαμπχάτ αλ-Νούσρα
Η κυβέρνηση Τραμπ προχώρησε σε μια σημαντική απόφαση, ανακαλώντας τον χαρακτηρισμό της Τζαμπχάτ αλ-Νούσρα ως ξένης τρομοκρατικής οργάνωσης. Αυτή η εξέλιξη, που ανακοινώθηκε χτες Δευτέρα (7/7), αποτυπώνει μια νέα προσέγγιση της αμερικανικής διοίκησης απέναντι σε αυτήν την ομάδα, η οποία είχε έδρα στη Συρία και συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο τρομοκρατικών οργανώσεων για χρόνια.
Σύμφωνα με ανακοίνωση των ομοσπονδιακών αρχών, η απόφαση αυτή υποδηλώνει μια μετατόπιση στην επίσημη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με την Τζαμπχάτ αλ-Νούσρα, το υπόμνημα της οποίας δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο διαδίκτυο. Το έγγραφο, το οποίο φέρει ημερομηνία 23 Ιουνίου και έχει υπογραφεί από τον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, δημοσιεύθηκε σε προεπισκόπηση της αμερικανικής Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Federal Register) και αναμένεται η επίσημη κυκλοφορία του σήμερα Τρίτη (8/7).
Προς το παρόν, το υπουργείο Εξωτερικών της Συρίας δεν έχει δώσει καμία δήλωση σχετικά με την αμερικανική απόφαση, αφήνοντας αμφιβολίες σχετικά με τις προθέσεις και τις αντιδράσεις της. Η Τζαμπχάτ αλ-Νούσρα, η οποία ιδρύθηκε το 2012 ως το επίσημο παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία, έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο ισχυρές ένοπλες παρατάξεις κατά τη διάρκεια του συριακού πολέμου, με πολυάριθμες επιθέσεις και δραστηριότητες στο πεδίο της μάχης.
Η Τζαμπχάτ αλ-Νούσρα χαρακτηριστήκε τρομοκρατική οργάνωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες τον Δεκέμβριο του 2012, σε απάντηση της στενής της σχέσης με την Αλ Κάιντα και της συμμετοχής της σε ένοπλες επιθέσεις εναντίον εχθρών της. Ωστόσο, το 2016, η ομάδα ανακοίνωσε την αλλαγή του ονόματός της σε Τζαμπχάτ Φατέχ αλ-Σαμ και αργότερα συγχωνεύτηκε με άλλες παρατάξεις για να σχηματίσει μια ευρύτερη οντότητα γνωστή ως Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ.
Η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ έχει αναλάβει στρατηγική θέση στον συριακό πόλεμο, με στόχο την ανατροπή του Σύρου προεδρεύοντος Μπασάρ αλ Άσαντ και αυτή τη στιγμή ηγείται της συριακής μεταβατικής κυβέρνησης. Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης ενδέχεται να έχει ευρύτερες συνέπειες για τη γεωπολιτική κατάσταση στην περιοχή, δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με το μέλλον των σχέσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Συρίας καθώς και την πορεία που θα ακολουθήσουν οι διεθνείς προσπάθειες ανάρρωσης στο πεδίο της σύγκρουσης.