Το προπερασμένο Σάββατο χτύπησε το τηλέφωνο στο «17», στις δύο τα ξημερώματα. Ηταν ο Φώτης Κρικζώνης να ρωτήσει πώς πάει η βραδιά στο μαγαζί και –βέβαια– να δώσει εντολή αν είναι φίλοι του στο μπαρ να τους κεράσουν. Μπορεί με την καραντίνα και ύστερα με τα θέματα υγείας που αντιμετώπιζε τελευταία να μην πήγαινε στο πιο ονομαστό στέκι με το οποίο ταύτισε το όνομά του, όμως η καρδιά του ήταν συνεχώς εκεί. Υπήρξε άλλωστε ο πιο διάσημος μπάρμαν στην Ελλάδα, αυτός που έβαλε την υπογραφή του στα καλύτερα Dry Martini αλλά και σε μια σειρά κοκτέιλ που έμειναν στην Ιστορία όπως το περίφημο «Αμίλητο Νερό». Ο άνθρωπος που συναναστράφηκε όλη η καλή Αθήνα μεταπολεμικά, ο «εξομολογητής και ψυχολόγος» που είχε την τιμή να σερβίρει τον Φρανκ Σινάτρα, τον Τσώρτσιλ, τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Χορν, την Κάλλας, ο αγαπημένος του πολιτικού, επιχειρηματικού και δημοσιογραφικού κόσμου, για την ευγένεια και το στυλ του. Ακροβολισμένος πίσω από την μπάρα, κομψός, ευπρεπής και εχέμυθος gentleman, είδε ως ελεύθερος σκοπευτής όλη την ιστορία της χώρας να περνάει μπροστά από τα μάτια του, καταφέρνοντας να μην εκθέσει κανέναν στην ωραία αυτοβιογραφία του με τίτλο «Εγώ, ο μπάρμαν».
Αυτό το Σάββατο έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, έχοντας τη θεμελιωμένη ασφάλεια πως τα τρία του παιδιά και τα εγγόνια του συνεχίζουν το έργο του. «Του έδειχνα ακόμα και τα βιντεάκια με κοκτέιλ από το μαγαζί που ανεβάζαμε στο Instagram. Ηθελε να τα ξέρει όλα», λέει η εγγονή του Ελισσάβετ στη στήλη, προσθέτοντας ότι με το άγγελμα του θανάτου του, η οικογένειά του δέχθηκε εκατοντάδες μηνύματα συλλυπητηρίων από φίλους και θαμώνες. Η κηδεία του γίνεται αύριο στον Ιερό Ναό της Παντοβασίλισσας στη Ραφήνα στις 12.00 και μαζί του φεύγει μια ολόκληρη εποχή, αυτά τα μεσημέρια και τα βράδια που αν το μπαρ εστιατόριο είχε μάτια και αυτιά θα άκουγε όλα τα πολιτικά τεκταινόμενα, καθώς δεν υπήρχε παλιός Ελληνας πρωθυπουργός, υπουργός ή βουλευτής που δεν πέρασε από εκεί.
Η ζωή δεν του τα έφερε εύκολα, όμως εκείνος κατάφερε με τον τρόπο του να κάνει το όραμά του πραγματικότητα. Καταγόμενος από τη Ρεντίνα των Αγράφων έπιασε δουλειά από παιδάκι, πουλούσε κάρβουνα και πάγο, έγινε λαντζέρης, βοηθός σερβιτόρου και στο τέλος μπάρμαν. Στα τέλη του 1957 άρχισε να εργάζεται για το «17» στη Βουκουρεστίου. Αμέσως γίνεται το μέρος όπου συχνάζουν όλοι από τον Ψαθά και τον Σοφοκλή Βενιζέλο μέχρι τον Γιάννη Μαρή που γράφει εκεί τα βιβλία του. Φυσικά αποτελεί πόλο έλξης και για τους διάσημους ξένους επισκέπτες. Το 1992 το μαγαζί μετακόμισε στην οδό Λυκαβηττού και από το 2017 αναλαμβάνουν πια τα παιδιά του, ο Λάμπρος, ο Μιχαήλ και η Αλθαία. Η καλή συνάδελφος Κική Τριανταφύλλη τον είχε ρωτήσει για τις αρετές του καλού μπάρμαν: «Παίζει μεγάλο ρόλο να μη μιλάει πολύ, να ακούει, να βλέπει και να σιωπά αλλά πρέπει και να είναι εμφανίσιμος. Επίσης, να μιλάει πάντα στον πληθυντικό. Με τον ενικό χάνει σιγά σιγά το κύρος του ενώ όταν κρατάει μια μικρή απόσταση οι πελάτες του τον σέβονται όπως τους σέβεται και αυτός». Καλό ταξίδι και σίγουρα εκεί που πάει θα σερβίρει φίλους του, με πρώτο τον Ζάχο Χατζηφωτίου.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr