Το καλοκαίρι του 1890 βρίσκει τον Βίνσεντ βαν Γκογκ στο Οβέρ-σιρ-Ουάζ, έξω από το Παρίσι. Εχει βγει από την ψυχιατρική κλινική του Σεν Ρεμί ντε Προβάνς, στην οποία νοσηλεύθηκε επί ένα χρόνο, μένει στο πανδοχείο του Αρτίρ Ραβού και παρακολουθείται από τον γιατρό Πολ Γκασέ, γνωστό στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Εργάζεται ακατάπαυστα, ολοκληρώνει σχεδόν έναν πίνακα την ημέρα! Η ψυχική του κατάσταση, όμως, παραμένει ασταθής. Αισθάνεται πως η προσωπική του ζωή και η καριέρα του βρίσκονται σε τέλμα. Ο αγαπημένος του αδελφός, ο Τεό, έχει παντρευτεί και έχει γίνει πατέρας. Επίσης, έχει δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση, ασχολείται με το εμπόριο έργων τέχνης. Ο ίδιος νιώθει παραγκωνισμένος, η ανασφάλεια τον κυριεύει. Στις επιστολές του προς τον Τεό, ήδη από την περίοδο του εγκλεισμού του στο άσυλο, εκφράζει την απογοήτευσή του. «Τι είμαι για τον περισσότερο κόσμο; Μια μηδαμινότητα ή ένας αλλόκοτος αντιπαθητικός άνθρωπος, που δεν έχει καμιά υπόσταση στην κοινωνία ή που δεν θ’ αποκτήσει ποτέ; Αν είναι ακριβώς έτσι, θα ήθελα να δείξω με το έργο μου τι υπάρχει στην καρδιά ενός τέτοιου αλλόκοτου ανθρώπου, μιας τέτοιας μηδαμινότητας…». Επίσης, ολοένα και πιο συχνά αναφέρεται στον θάνατο. «Οι ζωγράφοι που είναι νεκροί και θαμμένοι μιλούν στην επόμενη γενιά ή σε πολλές επόμενες γενιές μέσα από τα έργα τους. Στη ζωή του ζωγράφου ο θάνατος ίσως να μην είναι το πιο δύσκολο πράγμα…».
Στις 27 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς μεταβαίνει σε ένα χωράφι, βγάζει το πουκάμισό του και αυτοπυροβολείται στο στήθος με ένα ρεβόλβερ μάρκας Λεφοσέ. Τραυματίζεται σοβαρά και λιποθυμά. Οταν ανακτά τις αισθήσεις του, καταφέρνει να επιστρέψει στο δωμάτιό του και ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Η οικογένεια Ραβού μάταια τον περιμένει για το δείπνο. Ανησυχούν. Βλέπουν τις σταγόνες του αίματος στη σκάλα και καταλαβαίνουν τι έχει συμβεί. Δύο μέρες μετά, παρά τις προσπάθειες των γιατρών, o Ολλανδός ζωγράφος πεθαίνει στην αγκαλιά του αδελφού του σε ηλικία μόλις 37 ετών, αφήνοντας πίσω του σχεδόν 2.100 έργα, ανάμεσά τους 860 ελαιογραφίες, και έναν μύθο που παραμένει ισχυρός. Στο καβαλέτο του είναι ακόμα ακουμπισμένο, ανολοκλήρωτο, το τελευταίο έργο του, «Ρίζες δέντρου». Οι δικές του ρίζες στη ζωή έχουν πια κοπεί, από το δικό του χέρι.
Στην τελευταία αίθουσα του Μεγάρου Βοναπάρτη, στη Ρώμη, όπου μέχρι τις 7 Μαΐου φιλοξενείται μεγάλη έκθεση για τον Βίνσεντ βαν Γκογκ η ατμόσφαιρα εκείνων των τελευταίων μηνών αποτυπώνεται μοναδικά. Και μπορεί εκείνο το τελευταίο έργο να μη συγκαταλέγεται ανάμεσα σε όσα εκτίθενται, αλλά η αυλαία της έκθεσης πέφτει με το πορτρέτο ενός ηλικιωμένου άνδρα (αγαπημένο θέμα του Βαν Γκογκ), που κάθεται σκυφτός σε μια καρέκλα και έχει το πρόσωπό του κρυμμένο στις παλάμες του, νικημένος από απόγνωση και άλλα ζοφερά συναισθήματα τα οποία προφανώς δεν μπορεί να ελέγξει. Τίτλος του έργου: «Στο κατώφλι της αιωνιότητας». Προφητικό ίσως για το τέλος που πλησίαζε.
Στο εντυπωσιακό αρχοντικό που βρίσκεται στη γωνία της πολυσύχναστης Πιάτσα Βενέτσια με τη Βία ντελ Κόρσο –οικία της Λετίτσια Ραμολίνο Βοναπάρτη, μητέρας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μέχρι τον θάνατό της, το 1836– παρουσιάζονται πενήντα έργα του Βίνσεντ βαν Γκογκ από τη συλλογή του ολλανδικού μουσείου Κρόλερ-Μίλερ, στο Οτερλο, μαζί με φωτογραφίες, χειρόγραφα και προσωπικά αντικείμενα, με τρόπο που να αναδομείται και η προσωπική, και η καλλιτεχνική πορεία του. Η έκθεση ακολουθεί τα βήματά του από το Ζίντερτ, το μικρό χωριό της Ολλανδίας (όπου γεννήθηκε, στην οικογένεια ενός πάστορα), τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο (όπου εργάστηκε ως έμπορος τέχνης και ιεροκήρυκας) μέχρι το Παρίσι και την Αρλ (όπου πλέον αφοσιώθηκε στη ζωγραφική). Καταγράφει επίσης τις εναλλαγές στην καλλιτεχνική του έκφραση. Τα σκοτεινά τοπία της νιότης του, με την αποτύπωση της ζοφερής καθημερινότητας των ανθρώπων του μόχθου στην πατρίδα του (εργάτες, πατατοσυλλέκτες, ξυλοκόποι, γυναίκες που κουβαλούν βαριά σακιά με κάρβουνο ή σκάβουν τη γη) διαδέχεται η θεματολογική και χρωματική ελευθερία που βιώνει στη Γαλλία, στον απόηχο του κινήματος των ιμπρεσιονιστών, με τις νεκρές φύσεις και τα ολόφωτα τοπία. Εχει πια κατακτήσει μια νέα, πιο άμεση και πιο «ζωντανή» γλώσσα.