«Το “Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη” ακούεται και πάλι εις ένα πλήρη βιαιοτήτων, κοινωνικής αδικίας και καταρρακώσεως της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας κόσμον» αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στο μήνυμά του για τα Χριστούγεννα, στο οποίο φέτος κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας στη βάση της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και τη θεία δημιουργία.
Η εκπληκτική πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν φθάνει στο βάθος της ανθρωπίνης ψυχής, αναφέρει ο Οικουμενικός Πατριάρχης στο μήνυμά του, αφού ο άνθρωπος είναι πάντοτε περισσότερο από αυτό που δύναται να συλλάβη η επιστήμη και από αυτό στο οποίον αποβλέπει η πρόοδος της τεχνολογίας. «Δεν γεφυρώνεται επιστημονικώς το χάσμα μεταξύ ουρανού και γης εις το είναι του ανθρώπου» επισημαίνει.
Τονίζει επίσης ότι η Εκκλησία δεν είναι τεχνοφοβική, αλλά προσεγγίζει την επιστημονική γνώση ως «θεόσδοτον δώρον εις τον άνθρωπον», χωρίς όμως να αγνοεί ή να αποσιωπά τους κινδύνους του επιστημονισμού.
Αναλυτικα, ολόκληροτο μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για τα Χριστούγεννα έχει ως εξής:
«Τιμιώτατοι αδελφοί Ιεράρχαι και τέκνα εν Κυρίω ευλογημένα,
»Άνωθεν ευδοκία εφθάσαμεν και εφέτος εις την πανέορτον ημέραν της κατά σάρκα Γεννήσεως του Θεού Λόγου, του ελθόντος εις την γην και συναναστραφέντος ημίν «δι’ άφατον φιλανθρωπίαν». Τιμώμεν εν ψαλμοίς και ύμνοις και εν χαρά ανεκλαλήτω το μέγα μυστήριον της Ενανθρωπήσεως, το «πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον»[1], δια του οποίου διανοίγεται εις τον άνθρωπον η οδός της κατά χάριν θεώσεως και ανακαινίζεται η σύμπασα κτίσις. Τα Χριστούγεννα δεν είναι βίωσις συναισθηματισμών, οι οποίοι «γρήγορα έρχονται και ακόμη ταχύτερα παρέρχονται». Είναι υπαρξιακή μετοχή εις το όλον γεγονός της Θείας Οικονομίας. Καθώς μαρτυρεί ο Ευαγγελιστής Ματθαίος[2], η ηγεσία του κόσμου ηθέλησεν εξ αρχής να αφανίση το Θείον Βρέφος. Δια τους πιστούς, ομού με το «Χριστός γεννάται» της εορτής της Σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός και τους πενθίμους κώδωνας του Πάθους, συνηχεί πάντοτε το «Χριστός Ανέστη», το ευάγ-γελον μήνυμα της νίκης κατά του θανάτου και της προσδοκίας της κοινής αναστάσεως.
»Το “Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη” ακούεται και πάλιν εις ένα πλήρη βιαιοτήτων, κοινωνικής αδικίας και καταρρακώσεως της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας κόσμον. Η εκπληκτική πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν φθάνει εις το βάθος της ανθρωπίνης ψυχής, αφού ο άνθρωπος είναι πάντοτε περισσότερον από αυτό που δύναται να συλλάβη η επιστήμη και από αυτό εις το οποίον αποβλέπει η πρόοδος της τεχνολογίας. Δεν γεφυρώνεται επιστημονικώς το χάσμα μεταξύ ουρανού και γης εις το είναι του ανθρώπου.
»Σήμερον ηχεί ο λόγος περί του «μετανθρώπου» και εγκωμιάζεται η τεχνητή νοημοσύνη. Βεβαίως, το όνειρον ενός «υπερανθρώπου» δεν είναι καινοφανές. Η ιδέα του «μετανθρώπου» στηρίζεται εις την τεχνολογικήν πρόοδον και εις τον εξοπλισμόν του με πρωτοφανή εις την ανθρωπίνην εμπειρίαν και ιστορίαν μέσα, δια των οποίων θα δυνηθή να υπερβή το μέχρι σήμερον ισχύον ανθρώπινον μέτρον. Η Εκκλησία δεν είναι τεχνοφοβική. Προσεγγίζει την επιστημονικήν γνώσιν ως «θεόσδοτον δώρον εις τον άνθρωπον», χωρίς όμως να αγνοή ή να αποσιωπά τους κινδύνους του επιστημονισμού. »Εις την Εγκύκλιον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, 2016), τονίζεται η συμβολή του Χριστιανισμού και «εις την υγιά ανάπτυξιν του θύραθεν πολιτισμού», αφού ο Θεός «έθεσε τον άνθρωπον οικονόμον της θείας δημιουργίας και συνεργόν Αυτού εν τω κόσμω». Εν συνεχεία, σημειούται μετ’ εμφάσεως: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία, έναντι του συγχρόνου ῾ανθρωποθεού’, προβάλλει τον ῾Θεάνθρωπον’ ως έσχατον μέτρον πάντων: ῾Ουκ άνθρωπον αποθεωθέντα λέγομεν, αλλά Θεόν ενανθρωπήσαντα’ (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Γ΄, 2 PG 94, 988)»[3].
»Η απάντησις εις το κρίσιμον ερώτημα, πως άχρι της εσχάτης «ογδόης ημέρας», με τον τιτανισμόν και τον προμηθεϊσμόν του τεχνολογικού πολιτισμού, των μετεξελίξεων και των μεταπτώσεών του, εν μέσω ανθρωποθεϊστικών μετανθρωπισμών ή υπερανθρωπισμών, θα διασωθή ο “πολιτισμός του προσώπου», ο σεβασμός της ιερότητος και η ανάδειξις της ωραιότητός του, εδόθη άπαξ και δια παντός εν τω μυστηρίω της Θεανθρωπινότητος. Ο Θεός Λόγος εγένετο σαρξ, η «αλήθεια ήλθε» και «παρέδραμεν η σκιά. Εις το διηνεκές το αληθεύειν δια τον άνθρωπον θα συνδέεται με την σχέσιν του με τον Θεόν, ως απάντησις εις την κάθοδον του Θεού προς αυτόν και ως αναμονή και υπάντησις του ερχομένου Κυρίου της δόξης. Η ζώσα αυτή πίστις στηρίζει τον αγώνα του ανθρώπου να ανταποκριθή εις τας αντιφάσεις και τας προκλήσεις του επιγείου βίου του, εις την «επ’ άρτω» ζωήν[4], εις την επιβίωσιν και την κοινωνικήν και πολιτισμικήν ανάπτυξιν. Τίποτε όμως εις την ζωήν μας δεν ευδοκιμεί άνευ αναφοράς εις τον Θεόν, με ορίζοντα την «πληρότητα ζωής, την πληρότητα χαράς και την πληρότητα γνώσεως» της Βασιλείας Του[5].
»Τα Χριστούγεννα είναι ευκαιρία δια να συνειδητοποιήσωμεν το μυστήριον της ελευθερίας του Θεού και το μέγα θαύμα της ελευθερίας του ανθρώπου. Ο Χριστός κρούει την θύραν της ανθρωπίνης καρδίας, όμως μόνον ο ίδιος ο ελευθερία τετιμημένος άνθρωπος δύναται να την ανοίξη. “Ασφαλώς, χωρίς Αυτόν, χωρίς τον Χριστόν”, γράφει ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, “ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Κι όμως, υπάρχει κάτι που μόνο από τον άνθρωπο μπορεί να γίνει – το να ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού και να ῾δεχθεί’ τον Χριστόν”[6].
»Δια του “Ναι” εις την άνωθεν κλήσιν ο Χριστός αποκαλύπτεται ως “το φως το αληθινόν”[7], ως «η οδός, η αλήθεια και η ζωή»[8], ως η απάντησις εις τα έσχατα ερωτήματα και τας αναζητήσεις του νοός, εις τους καρδιακούς πόθους και τας ελπίδας του ανθρώπου, αλλά και εις το πόθεν και προς τι της δημιουργίας. Εις τον Χριστόν ανήκομεν, εν Αυτώ είναι ηνωμένα τα πάντα. Ο Χριστός είναι «το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος»[9]. Εν τη εκουσία σαρκώσει Του «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν», ο του Θεού Λόγος «ουκ ανθρώπων ώκησεν ένα, αλλ’ ανθρώπου φύσιν τη εαυτού περιέθηκεν υποστάσει»[10], θεμελιώσας τοιουτοτρόπως τον κοινόν αιώνιον προορισμόν και την ενότητα της ανθρωπότητος. Δεν απελευθερώνει ένα λαόν, αλλά σύμπαν το γένος των ανθρώπων, δεν τέμνει σωστικώς μόνον την ιστορίαν, αλλά καινοποιεί την κτίσιν πάσαν. Ομού μετά της ιστορίας, ισχύει και δια τα σύμπαντα οριστικώς και καθοριστικώς το «προ Χριστού» και το «μετά Χριστόν». Καθ’ όλην την εν τω κόσμω, εν τη ιστορία και δι’ αυτής προς τα Έσχατα, προς την ανέσπερον ημέραν της επουρανίου Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος πορείαν της, η «ουκ εκ του κόσμου» Εκκλησία μαρτυρεί περί της αληθείας, επιτελούσα το αγιαστικόν και πνευματικόν αυτής έργον «υπέρ της του κόσμου ζωής».
Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,
Κλίνοντες ευσεβοφρόνως το γόνυ ενώπιον της βρεφοκρατούσης Θεομήτορος και προσκυνούντες εν ταπεινώσει τον την ημετέραν μορφήν αναλαβόντα «εν αρχή Λόγον», ευχόμεθα πάσιν υμίν ευλογημένον Άγιον Δωδεκαήμερον, αίσιον δε, υγιηρόν, ειρηνικόν, εύκαρπον εν έργοις αγαθοίς, πλήρη πνευματικής ευφροσύνης και θείων δωρημάτων τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου, κατά τον οποίον σύμπας ο χριστιανικός κόσμος συνεορτάζει και τιμά την 1700ην επέτειον της Α’ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου.
Χριστούγεννα 2024
Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών
——————————————–
1. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 984.
2. Ματθ. α’, 18 – β’, 1-23.
3. Εγκύκλιος, § 10.
4. Βλ. Ματθ. Δ΄, 4.
5. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Πιστεύω, εκδ. Ακρίτα, Αθήνα 1991, σ. 129.
6. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και απολύτρωση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 17.
7. Ιωάν. Α’, 9.
8. Ιωάν. Ιδ΄, 6.
9. Αποκ. Κβ΄, 13.
10. Νικολάου Καβάσιλα, Επτά ανέκδοτοι λόγοι, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 108.